Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Φαιδρότητες

Κάποια πρόσωπα γνωστά, αυτά που εμφανίζονται σταθερά στα επίκαιρα, και άλλα άγνωστα, πρωταγωνιστούν μαζί στη φάρσα που απειλεί τη ζωή μας. Το γέλιο ή το χαμόγελο, ειρωνικό και περιπαιχτικό, αργά ή γρήγορα, θα παγώσει, σίγουρα, στα χείλη πολλών. Η φάρσα αποδείχθηκε ογκώδης, για να είναι φαιδρή.
Τα φαιδρά πρόσωπα, τα πιο γνωστά του θιάσου, αποκαλύφθηκαν. Πίσω από το σύνηθες μισο-ανόητο γέλιο τους αχνοφαίνεται η βλοσυρή τους υστεροβουλία και η υπολογιστική τους βαρβαρότητα. Κι εμείς γελούσαμε! Το γέλιο θα παγώσει...
Ο θίασος γνωστών και ημι-άγνωστων και παντελώς άγνωστων προσώπων, διαπλεκομένων και αλληλοσφαγιαζομένων δεν είναι πια για γέλια, είναι για κλάματα. Να κλαίμε, πρέπει, όχι γι’ αυτούς. Για τον εαυτό μας κυρίως, που αφήσαμε τα χρόνια και πέρασαν και τα ανδρείκελα ανδρώθηκαν, έγιναν άνθρωποι και έκαναν κατοχή στη ζωή τη δική μας και των παιδιών μας. Μου θυμίζουν τις κούκλες, εκείνες με τις άσπρες μπλούζες, σε βιτρίνες μαγαζιών τη νύχτα. Ανέκαθεν ανατρίχιαζα στη θέα τους.
Όπως ανατριχιάζω τώρα, στη σκέψη και τη θέα των απατεώνων που λυμαίνονται το παρόν και υποθηκεύουν το μέλλον. Το παρελθόν πάει, το χάσαμε. Το κέρδισαν εκείνοι. Εκείνοι γελούν ακόμα, μαζί μας. Εμείς όσο γελάσαμε, γελάσαμε...
Αν κάτι ξεχωρίζει τους «μεγάλους» από τα παιδιά, είναι ότι τα παιδιά γελούν δύσκολα. Πρέπει να είναι πράγματι ωραίο το αστείο, για να γελάσει ένα παιδί, να είναι ευφυές, για να κερδίσει την παιδική ψυχή, που είναι επιφυλακτική – και καλά κάνει – στις προσπάθειες να την αιχμαλωτίσουν και να την παρασύρουν. Οι «μεγάλοι», οι παρασυρμένοι, έχουν το γέλιο εύκολο. Γελούν πρώτα με τον εαυτό τους, που η φαιδρότητά του ξεπερνά τη φαντασία τους, και το ίδιο κάνουν για τους ομοειδείς εκπροσώπους της ηλικίας τους. Στο τέλος όλοι γελούν με όλους, κι εκεί αρχίζει το κλάμα.
Τα παιδιά κλαίνε εύκολα, και καλά κάνουν. Δηλώνουν, με τον τρόπο αυτό, την εξάντληση της υπομονής και της αντοχής τους με τους γελαστούς – γελοίους – προστάτες τους. Όταν οι «μεγάλοι» κλάψουν σαν παιδιά, τότε οι άλλοι, οι γελαστοί απατεώνες, θα πάψουν να χάσκουν. Θα τρέξουν να κρυφτούν. Ίδιοι γονείς σε νευρική κρίση, που δεν αντέχουν την υστερία των παιδιών, που ουρλιάζουν για να τους διώξουν.
Αν γελούσαμε λιγότερο στο παρελθόν, θα κλαίγαμε λιγότερο στο παρόν, κι ακόμα λιγότερο τα παιδιά μας στο μέλλον. Αν... (19-11-2008)

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Ο συμβολισμός της νύχτας του Πολυτεχνείου, 17 Νοεμβρίου 1973


                                        
Επιτρέψτε μου, απόψε, να αντισταθώ στην αισιοδοξία που στρατηγικά δείχνω ότι έχω. Προκρίνω, ενώπιον του δικού σας ακροατηρίου, ευλαβικά να υπηρετήσω την απαισιοδοξία που την τροφοδοτεί. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα ακούσετε, από εμένα, διθυράμβους για ηρωικούς νεκρούς που “δείχνουν τον δρόμο”. Οι νεκροί είναι νεκροί, για μας ο “δρόμος είναι δρόμος”. Όπως και για κείνους, βέβαια, που τελικά τον έχασαν… 
17 Νοεμβρίου του ’73, στην Αθήνα της Χούντας, η νύχτα είδε μια σφαγή που την κάνει συνώνυμη με την άλλη ιστορική νύχτα, του Αγίου Βαρθολομαίου. Τέτοιες νύχτες έχουν, για την αριστερά, και για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, ιδιαίτερη συμβολική, και όχι μόνο, αξία. Η συμβολικά σκεπτόμενη αριστερά, εν προκειμένω, είναι η πολιτική ενσάρκωση του ανθρωπισμού!
Για τα γεγονότα των ημερών εκείνων, του Πολυτεχνείου, τώρα πια, γνωρίζουμε πολλά. Ξέρουμε ότι η συγκεκριμένη αντίδραση, φοιτητών κυρίως, δεν ήταν οργανωμένη. Η επίσημη αριστερά, φερειπείν, δεν είχε κάνει οποιοδήποτε σχεδιασμό και επ’ ουδενί είχε τον έλεγχο. Ως επί το πλείστον, η ένταση της αντίδρασης τροφοδοτείτο από τον αυθορμητισμό στην αρχή των φοιτητών, και μετέπειτα και άλλων, που προσέτρεχαν για συμπαράσταση, στο Πολυτεχνείο. Τα αντανακλαστικά της κοινωνίας, ούτως ή άλλως, ήταν τεταμένα. Οι πολίτες είχαν καταλάβει το σχεδιασμό της Χούντας για τη νομιμοποίησή της. Είχε προηγηθεί το δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου, για τη μετατροπή του Συντάγματος σε Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, και, λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, είχε σχηματιστεί κυβέρνηση - παρωδία υπό τον Σπύρο Μαρκεζίνη, η οποία έπεσε μετά τα γεγονότα.
Τα έκτροπα, στις 17 Νοεμβρίου, πήραν έκταση που κανένας δεν μπορούσε να προϋπολογίσει. Δεν αναφέρομαι, φυσικά, στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, αλλά στον “ζήλο” των δυνάμεων καταστολής, της αστυνομίας στην αρχή και του στρατού ακολούθως. Για τις εν ψυχρώ δολοφονίες της νύχτας εκείνης δεν έγινε κατορθωτό να αποδοθούν ευθείες ευθύνες - δεν έχουμε τα στοιχεία - σε επικεφαλής των εν λόγω επιχειρήσεων ή σ’ εκείνους που είχαν το γενικό πρόσταγμα. Μπορούμε όμως, οπωσδήποτε, να καταλογίσουμε τα εγκλήματα εκείνα σε αφιονισμένους εκτελεστές, αστυνομικούς και στρατιωτικούς, οι οποίοι, στο πλαίσιο της καταχρηστικής νομής της εξουσίας, ενσάρκωναν την αστυνομοκρατική βαρβαρότητα. Η φυσική εξόντωση των αντιφρονούντων ήταν, για τους “τηρητές της τάξης”, το πιο εύλογο, αποτρόπαιο, “καθήκον” τους. Καθήκον που για να διεκπεραιωθεί, φυσικά, προϋποτίθετο ο πλήρης εκβαρβαρισμός του ήθους των νομιμοποιημένων δολοφόνων, οι οποίοι δεν αισθάνονταν οίκτο για τα ανυπεράσπιστα θύματά τους, ούτε τύψεις για τη χυδαία, τη βάναυση συμπεριφορά τους.
          Ο αγώνας του Πολυτεχνείου ήταν ανοργάνωτος, σπασμωδικός, οι αγωνιστές ανυπεράσπιστα πρόβατα επί σφαγή, οι μαζικές αντιδράσεις άλλοθι για τη συκοφάντηση μιας αυθόρμητης επανάστασης, και για τη σκλήρυνση των πρακτικών του καθεστώτος απέναντι στον λαό. Μάλιστα, αν δεν συνέβαιναν τα γεγονότα της Κύπρου, το Πολυτεχνείο δεν θα έριχνε τη Χούντα. Θα την εδραίωνε! Οι νεκροί, οι ήρωες, αφανείς και γνωστοί, δεν θα ήταν αυτό που έγιναν επειδή συνέπεσε το τέλος της δικτατορίας να είναι κοντά, εξαιτίας της Κύπρου, αλλά θα έμπαιναν σε έναν αχανή κατάλογο, τυλιγμένο από την ομίχλη της ιστορικής λήθης, των θυμάτων των αυταρχικών, εγκληματικών καθεστώτων της ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας.
Επειδή οι συμπεριφορές, καταχρηστικές και εγκληματικές, των κέρβερων της απολυταρχικής εξουσίας οποιουδήποτε είδους δεν περιορίζονται, μόνο, σε χουντικά καθεστώτα, επιμένω αρκετά. Επειδή, επίσης, την ίδια νοοτροπία ενστερνίζονται και παρακρατικές, ακροδεξιών αποκλίσεων εξτρεμιστικές ομάδες, που ανέκαθεν υπήρχαν και, όπως ξέρουμε, ενισχύονται σήμερα, οφείλουμε να είμαστε σε θεωρητική και πολιτική επιφυλακή.
Τονίζω τα στοιχεία αυτά, γιατί, υπό το πρίσμα μιας περιεσκεμμένης αντίληψης για την κοινωνική αλλαγή, μεταρρύθμιση, πρόοδο, απελευθέρωση, οφείλουμε να καταγγέλλουμε τις ακροδεξιές απομιμήσεις των επαναστατικών πρακτικών. Οι χουντικοί, άλλωστε, ονόμαζαν την στρατιωτική τους κατάληψη της εξουσίας “Επανάσταση”. Δεν μπορούμε επίσης, όμως, να ενστερνιστούμε με αφέλεια τους ψευδο-επαναστατικούς, ανέξοδους βερμπαλισμούς αρκετών που μιλούν – και  ομνύουν - στο όνομα της “εξέγερσης του Πολυτεχνείου”. Γιατί, σήμερα, τίθενται φλέγοντα τα ζητούμενα μιας ριζικής κριτικής της αυταρχικότητας ημιχουντικών δημοκρατιών. Το αίμα που χύθηκε άφθονο τη νύχτα του Πολυτεχνείου, όχι μέσα στο Πολυτεχνείο αλλά πέριξ και στους δρόμους των Αθηνών, όχι μόνο των επαναστατημένων πολιτών αλλά, κυρίως, των ανυποψίαστων περαστικών ή εκείνων που οι σφαίρες τους βρήκαν μέσα στο σπίτι τους, δεν μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε τις επετείους αυτές ως απολιθωμένες ιστορικές πραγματικότητες, ενός ανεπίστρεπτου παρελθόντος, ως μνήμες καθησυχαστικές αγώνων που έγιναν και, δήθεν, δικαιώθηκαν.
Υπάρχει ακόμα ένας λόγος, για να είμαστε προσεκτικοί στις αποτιμήσεις μας. Καθεστώτα όπως η Χούντα των συνταγματαρχών, βρίσκουν, προϊόντος του χρόνου, ισχυρά ερείσματα στον λαό. Μπορούν ακόμα και πλειοψηφικά να γίνουν, αν εθιστεί η συνείδηση του κόσμου στην υποταγή στα κελεύσματα της πειστικής παράνοιας ασύδοτων εξουσιομανών. Η Γερμανία του Χίτλερ είναι καλό και πρόσφορο, δυστυχώς, παράδειγμα. Η κοινωνική αλλαγή και η ελευθερία, που είναι τόσο εύκολο να τις φανταζόμαστε, να τις οραματιζόμαστε, να τις προπαγανδίζουμε, ακόμα πιο δύσκολα κατακτιούνται στην πράξη, και, σε κάθε περίπτωση, όχι με ασυνάρτητες, ασύνειδες ή, χειρότερα, τυφλά καταστροφικές δράσεις. Είναι θνησιγενείς τέτοιες επαναστάσεις, εύκολα φυλλοροούν. Προσφέρουν άλλοθι στη βία της κρατικής καταστολής, οποιασδήποτε απόχρωσης, και είναι ευάλωτες σε προβοκάτσιες και προδοσίες. Τα γράμματα της Ρόζας Λούξεμπουργκ από τη φυλακή, και ό,τι ακολούθησε την αποφυλάκισή της, η επιβεβαίωση των διαπιστώσεών της, στέκονται, δυστυχώς, αδιάψευστος μάρτυς. 
           Ο επαναστατικός μύλος, για να γυρίσει, δεν αρκεί το αίμα που τρέχει στο αυλάκι που κυλά από κάτω του. Πρέπει ο μηχανισμός του να είναι συμπαγής, το κτίσμα στέρεο, να συντηρείται επαρκώς για να παράγει το προϊόν της ελευθερίας, για το οποίο πρέπει να εργάζεται κάθε επανάσταση. Αυτό είναι το δύσκολο: τελικά η ελευθερία να θριαμβεύσει. Με αυτά δεν σχετικοποιώ την αξία της θυσίας των νεκρών της νύχτας του Πολυτεχνείου. Κάθε άλλο. Προσπαθώ να αποτίσω τον οφειλόμενο φόρο τιμής στη μνήμη τους. Γι’ αυτά και για όλα τα θύματα των συνθλιπτικών λίθων της καταχρηστικής εξουσίας, ένας τρόπος να τους δικαιώνουμε υπάρχει. Κάθε φορά να συνειδητοποιούμε, μετά από ενδελεχή ιστορική έρευνα, και να αποκαλύπτουμε σε ποιου παραλογισμού το θυσιαστήριο θυσιάστηκαν, ποιες ήταν οι δόλιες και άδικες δυνάμεις που τους συνέθλιψαν, αλλά και ποιοι επιχειρούν να καπηλευτούν τη μνήμη τους, να αναγάγουν τη θυσία τους σε υπόθεση ανιδιοτελούς, ιδιωτικού ηρωισμού και αυτάρεσκης αυταπάρνησης, και να ρίξουν τους προβολείς της ιστορικής δημοσιότητας επάνω τους… Λες και πέθαναν για να δοξαστούν και να γίνονται στη μνήμη τους συναυλίες και διαδηλώσεις και πανηγύρια, και ηχηρές εκδηλώσεις τιμής, στις οποίες προβάλλονται οι εκάστοτε ομιλητές και οι δηλώσεις τους στις κάμερες της τηλεόρασης.
          Κατεξοχήν θεσμικό δικαίωμα, να επιτελούν τους εορτασμούς για το Πολυτεχνείο δημόσια, προβεβλημένα, έχουν όσοι εκπροσωπούν την εκάστοτε εξουσία, που αναγνωρίζει, δήθεν, μια επανάσταση. Κάθε φορά, επίσης, εκείνοι που καταγγέλλουν την υποκρισία των εν λόγω “επίσημων” εκφραστών της μνήμης των ηρώων, την καπήλευση εκ μέρους τους, την αναξιότητά τους, εκείνοι που εκφράζουν όντως το πνεύμα της αντίστασης στην αυθαιρεσία, που σκότωσε τους αδικοχαμένους του Πολυτεχνείου, γίνονται, για την εξουσία, ύποπτοι, υποψήφιοι ένοχοι, οι επόμενοι που ίσως χρειαστεί να τους κλείσουν το στόμα. Επέτειοι όπως του Πολυτεχνείου, όμως, πρέπει να είναι ευκαιρίες να αισθανόμαστε ντροπή για την ανθρώπινη αναλγησία, όνειδος για τη βαρβαρότητα της εξουσίας. Είναι αφορμές για να συλλογιζόμαστε την αδυσώπητη μοίρα όσων τυχαίνει να μπαίνουν στο στόχαστρο τυφλωμένων από τη συγκυριακή πολιτική τους δύναμη ημιαγρίων.
          “Εις μνημόσυνον αιώνιον”, λοιπόν, “έστωσαν οι δίκαιοι” του Πολυτεχνείου, ανεξάρτητα από τις συγκυριακές πρακτικές αναφοράς στην εξέγερση του Νοεμβρίου του ’73. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης μας θυμίζει: «ΟΥΧ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΕΙΝ*, ιδέες- ΔΟΓΜΑΤΑ & ανθρώπους- ΔΕΣΠΟΤΕΣ». Το απροσκύνητο φρόνημα, όμως, αν δεν περιορίζεται σε λεκτικούς παλληκαρισμούς, αν γίνεται κίνδυνος για εκείνους που το έχουν, πρέπει να μας θυμίζει ότι ο κίνδυνος προέρχεται από εκείνους που, εξουσιομανείς, θέλουν προσκυνημένους πολίτες, ταπεινωμένες συνειδήσεις, καμπουριασμένο το ηθικό μας, στους εχθρούς, δηλαδή, του Ανθρώπου, τους απροκάλυπτους ή φτιασιδωμένους καταπιεστές.
Τέτοιοι, περίπου, έχουν τη διακυβέρνηση της Ευρώπης σήμερα. Και τέτοιους φροντίζουν να εγκαθιστούν στις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών. Η Ελλάδα των αυθόρμητων επαναστάσεων από τις πρακτικές τους πνέοι τα λοίσθια. Μεγάλοι και αναντικατάστατοι σύμμαχοί τους, και σήμερα, τα σώματα ασφαλείας, τα οποία, αυτές τις μέρες, στην αναδιανομή του προϊόντος της οικονομικής αφαίμαξης των Ελλήνων, πήραν την πρώτη θέση. Κράτος χωρίς σώματα ασφαλείας δεν είναι κράτος, κανένα είδος κράτους!
Στα σύγχρονα, του δυτικού κόσμου κράτη, δεν είναι λίγες, ολόχρονα, οι αιματηρές μέρες και νύχτες, όπως του Πολυτεχνείου ενός Ελληνικού Νοεμβρίου. Αυθόρμητες επαναστάσεις ακόμα γίνονται. Και έχουν όλες την ίδια κατάληξη…
Σας ευχαριστώ!

                                                  Πάφος, 14 Νοεμβρίου 2014




Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

"Πάσχω γὰρ ὡς ἄνθρωπος..."


Ποιος άνθρωπος πάσχει, άραγε, στο πρόσωπο του Χριστού; Ο πάσχων άνθρωπος γενικά; Μήπως εκείνοι που υποφέρουν από ασθένειες; Ή άλλοι, που υποφέρουν από πάθη; Ποιος είναι ο πάσχων Ιησούς; Σώζει ως φιλάνθρωπος κάθε πάσχοντα; Τι κοινό πρέπει να έχει μαζί του ο πάσχων, για να τον σώσει ο Ιησούς;
Αυτά είναι ερωτήματα που οφείλουμε να θέτουμε, έστω και ως προβληματισμένοι Χριστιανοί. Εύλογα, βεβαίως, θα σκεφτεί κανείς: πρέπει να προβληματίζονται οι πιστοί; Αν θέλουν να είναι σίγουροι ότι πιστεύουν στη σωστή θρησκεία, ναι. Γιατί ο Ιησούς σώζει τους “εις αυτόν πιστεύοντας”. “…Πάσχω γαρ ως άνθρωπος και σώζω ως φιλάνθρωπος τους εις εμέ πιστεύοντας…”, είναι ολόκληρο το απόσπασμα του παιδαγωγικού ύμνου της Μεγάλης Πέμπτης, που με ενέπνευσε για όσα γράφω πιο κάτω.
Η από άμβωνος παιδαγωγική του Σταυρού χαϊδεύει τα αυτιά μαζικώς θρησκευομένων και θρησκευτικώς μαζοποιημένων Χριστιανών, από άκρη σε άκρη του πλανήτη, μιλώντας τους για έναν μοναχικό πάσχοντα Θεάνθρωπο. Ο άνθρωπος ή θεάνθρωπος εκείνος όντως έπαθε, αλλά από τις μάζες. Άλλαξαν άραγε οι μάζες, από τότε μέχρι σήμερα;  Το Πάσχα τι γιορτάζουμε; Το Πάσχα του Κυρίου ή το Πάσχα των μαζών; Οι μάζες δεν πρέπει να έχουν Πάσχα, πρέπει να πω, αφού δεν πάσχουν όπως Εκείνος. Γι’ αυτό και παραμένουν μάζες, φυσικά, επειδή δεν πάσχουν όπως Εκείνος. Δεν έχω τυχαία την ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια, που είναι αίσθηση, επίσης, κάθε ανώριμου πιστού. «Κοίτα τι πάσχει ο Χριστός, για να σώσει τους πιστούς από τις αμαρτίες τους.» Με μια διαφορά. Ο Χριστός δεν ήθελε να σταυρωθεί, να σφαγιαστεί, να θυσιαστεί. Οι άνθρωποι θέλησαν τον θάνατο, τον μαρτυρικό, του Χριστού. Πουθενά ο Χριστός δεν εμφανίζεται να θέλει να πεθάνει.
Τι γιορτάζουμε επομένως; Μήπως τη θυσία του Χριστού, μήπως τη θυσία του Θεού, που μας θύμιζε τις αμαρτίες μας; Μήπως δολοφονώντας τον ησυχάζει η συνείδησή μας, όπως των πρωτόγονων με τις ανθρωποθυσίες; Η ανωριμότητα, φυσικά, δεν σταματάει εδώ. Θέλουμε να πιστεύουμε πως αναστήθηκε, για να περιορίζουμε τις όποιες τύψεις μας, αλλά, ακόμα πιο εξωφρενικά, για να ελπίζουμε κι εμείς ότι δεν θα πεθάνουμε ή ότι θα πεθάνουμε και θα αναστηθούμε.
Βέβαια, δεν είναι έτσι ακριβώς. Εμείς τελούμε την ανάμνηση της συγκεκριμένης ανθρωποθυσίας, όπως συντελέστηκε αιώνες πριν, από μάζες που σκότωσαν έναν «αθώο». Εμείς οικειοποιούμαστε τον «αθώο», όχι την πράξη της σταύρωσής του, ούτε την πράξη της προδοσίας των μαθητών του, όλων, και όχι μόνο του Ιούδα, οι οποίοι διεσκορπίσθησαν ωσεί πρόβατα. Εμείς δεν βασανίζουμε αθώους. Σίγουρα; Είμαστε σίγουροι γι’ αυτό; Ότι στην καθημερινότητά μας δεν βασανίζονται αθώοι από καλούς – τυπικά – Χριστιανούς;
Ώρα, λοιπόν, να δούμε ποιος αθώος κατακρεουργήθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, και διαχρονικά, από τότε μέχρι σήμερα, από τον άνθρωπο της μάζας, από την προελαύνουσα αγέλη των ανθρώπων, οι μέτοχοι στην οποία έχουν μόνο συλλογική ευθύνη, δηλαδή καμία ευθύνη.  Ποιος ήταν ο Χριστός; Ήταν ένας που αγαπούσε τους ανθρώπους με τον δικό του τρόπο, που είναι, φυσικά, και δικός μας! Δηλαδή; Επέλεγε ποιους αγαπά και ποιους όχι. Ήταν ένας γοητευτικός άνθρωπος, είχε πρωτότυπες ιδέες, μιλούσε ωραία, πίσω του έτρεχαν σαγηνεμένα τα πλήθη, κι εκείνος απευθυνόταν σε όλους, αλλά είχε προτιμήσεις, όταν επρόκειτο να επιλέξει μαθητές, να κάνει θαύματα, να υπερασπιστεί ορισμένους και ορισμένες, να κάνει φίλους κτλ.
Ό, τι κάνει καθένας, δηλαδή, χωρίς φυσικά όλοι που το κάνουν να κινδυνεύουν. Κινδυνεύουν μόνο οι γοητευτικοί άνθρωποι, οι ιδιαίτεροι, οι χαρισματικοί ίσως, και, ακόμη περισσότερο, εκείνοι που ξεχωρίζουν και το τονίζουν, και θέλουν δηλαδή να ξεχωρίζουν. Μιλάμε έτσι για τον Χριστό, βέβαια, για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε τον Σταυρό όχι υπό το πρίσμα της παιδαγωγικής του άμβωνος αλλά υπό το πρίσμα της οπτικής των σταυρωτών του Χριστού: της άρχουσας πολιτικής τάξης των Εβραίων, του λαού, των αρχιερέων και όσων άλλων. Έτσι εξηγείται το μένος τους: δεν τράβηξαν την προσοχή του γοητευτικού Ιησού, δεν ήταν αρκετά γοητευτικοί γι' αυτόν, δεν αξιώθηκαν του σεβασμού του. Και τον μίσησαν, και τον σταύρωσαν…
            Υπάρχουν ακόμα τρεις κατηγορίες ανθρώπων, που θα μας απασχολήσουν απόψε. Εκείνοι που τον αγάπησαν, όπως ο Ιωσήφ ο από Αριμαθείας και η Μαρία η Μαγδαληνή, εκείνοι που προτίμησε να προβάλει ο Ιησούς, οι μαθητές του, και ένας ακόμα, ο Πόντιος Πιλάτος.
          Στο πρόσωπο των δύο ανθρώπων που αγάπησαν τον Ιησού, και τον υποστήριξαν μέχρι το τέλος, και μετά από το τέλος, τι βλέπουμε; Βλέπουμε, στο πρόσωπο του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, του κατά Ιωάννη κρυφού μαθητή του Χριστού, ένα σεβαστό μέλος της κοινότητας, έναν πλούσιο άνθρωπο και μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου. Είχε, δηλαδή, οικονομική και πολιτική εξουσία. Ο συνδυασμός αυτός του επέτρεπε να εκδηλώσει την υποστήριξή του στον Ιησού, χωρίς να φοβάται τις συνέπειες της ταύτισης μαζί του. Η Μαρία η Μαγδαληνή, από την άλλη πλευρά, ήταν η γυναίκα μαθήτρια του Ιησού. Μία, δηλαδή, από τις μαθήτριές του, η καλύτερη! Η σχέση της με τον δάσκαλο ήταν σχέση ζωής γι’ αυτή. Τα συναισθήματα της, μιας απόλυτης υπαρξιακής αναφοράς στον Ιησού, θωράκιζαν την ψυχή της, και η αφοσίωσή της ήταν για εκείνη πλήρωση βίου.
     Ο Χριστός, επίσης, χωρίς να λογαριάζει την έκπληξη που προκαλούσε στις συνειδήσεις του πλήθους και των αρχιερέων, έδειχνε τη συμπάθεια και την προτίμησή του σε ανθρώπους που δεν θα περίμενε κανείς να υποστηρίζει: στον τελώνη, στη μοιχαλίδα και σε άλλους. Γιατί έκανε αυτή τη "διάκριση" σε βάρος των ηθικολάγνων πιστών; Εξαιτίας της ηθικολαγνείας τους, φυσικά, η οποία απέπνεε τη μαζικοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης, που συνωστίζεται κάτω από τα στέγανα της τρέχουσας ηθικής, η οποία δεν σημαίνει τίποτε στην πραγματικότητα ως ηθική γι’ αυτούς, αλλά αποτελεί παράγοντα ταυτοποίησης, που τόσο την έχουν ανάγκη.​
        Τη δική του ταυτότητα ο Ιησούς, από την άλλη, την έβρισκε στη συνείδησή του. Την εμπλούτιζε με την προτίμηση που έδειχνε σε όσους περιφρονούσε το πλήθος, σαν να βαφτιζόταν και ο ίδιος, ταυτόχρονα, στο νερό που βάφτιζε τους απορριμμένους και απορημένους για την εύνοια που τους έδειχνε ο καινούργιος προφήτης, ο ποθούμενος από πολλούς αλλά διαθέσιμος για λίγους Ιησούς.
        Διαρκώς διαθέσιμος ήταν για τους μαθητές του, που, και αυτούς, τους ανέσυρε από την αφάνεια της κοινότυπης και τυχαίας ζωής τους. Έκανε τον βίο τους σημαντικό συνδέοντάς τον με τον δικό του. Φυσικά, δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον να σκεφτούμε, και στην περίπτωση των μαθητών, τι ήταν εκείνο που τους έκανε να αφήσουν πίσω τον τόπο και τους δικούς τους ανθρώπους, και να τον ακολουθήσουν. Το ίδιο στοιχείο ήταν, που διαπιστώσαμε νωρίτερα: η γοητεία του Χριστού. Γιατί, φυσικά, αν εξαιρέσουμε τους μαθητές που πήγαν στον Χριστό συστημένοι από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, οι υπόλοιποι τον πλησίασαν συνεπαρμένοι όχι μόνο από τη διδασκαλία του αλλά από τον τρόπο με τον οποίο δίδασκε όσα δίδασκε. Και είναι αυτό, επίσης, ένα καλό μάθημα για τους δασκάλους διαχρονικά, το μάθημα που έδωσε ο Ιησούς με το δικό του παράδειγμα. Για τον δάσκαλο ένα κριτήριο αξίας υπάρχει: η αφοσίωση των μαθητών του.
            Πού πήγε, όμως, η αφοσίωση αυτή τις κρίσιμες ώρες, όταν «εις εξ εκείνων» τον παρέδωσε; Γιατί οι μαθητές του «μίαν ώραν ουκ ίσχυσαν αγρυπνήσαι μετ’ εκείνου;». Όχι, φυσικά, γιατί έπαψαν να τον αγαπούν. Έβλεπαν, όμως, την απειλή του θανάτου να πλησιάζει. Και μπροστά σ’ εκείνον, τον θάνατο, τα συναισθήματα παγώνουν, οι καρδιές μετεωρίζονται, κατακρημνίζονται σε «οδούς απωλείας», σε γκρεμούς ολιγοπιστίας. Από αυτό το βάραθρο, της καταρρακωμένης πίστης τους, δεν είναι τυχαίο ότι η παράδοση θέλει να τους βγάζει μια γυναίκα. Γιατί, για τη Μαρία τη Μαγδαληνή, η αίγλη του δασκάλου δεν χάθηκε, δεν έσβησαν η μορφή του, τα λόγια του από τη συνείδησή της, δεν ξεθώριασε η λάμψη του. Στην ψυχή της ο Ιησούς δεν πέθανε, ή αναστήθηκε αμέσως μόλις πέθανε!
         Τελευταίος στη σειρά αυτής της ανάλυσης, που αφορά στο θεανθρώπινο πάθος, έρχεται ο Πόντιος Πιλάτος, ο άνθρωπος που έφερε ως άχθος ψυχικό τη διευθέτηση του ζητήματος του Ιησού, όχι γιατί έπρεπε να τον στείλει στον θάνατο αλλά επειδή είχε να διαλέξει ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Βαραβά. Αν πιστέψουμε ότι ήθελε να σωθεί ο Ιησούς, τότε το αισθητήριό του συγκρούστηκε με το αισθητήριο του πλήθους, το οποίο προέκρινε τη διάσωση του Βαραβά. Φυσικά, εδώ η ιστορία προκαλεί τουλάχιστον την απορία μου. Πώς ήταν δυνατό ο Ρωμαίος διοικητής να αφήσει τελικά ελεύθερο έναν αιμοσταγή εχθρό της αυτοκρατορίας;
            Το σίγουρο για τη χριστιανική μας συνείδηση είναι ότι ο Χριστός σταυρώθηκε. «Έπαθεν ως άνθρωπος…» Αυτή την ανθρωπιά του προσπάθησα να προσδιορίσω απόψε, με τη μεγαλύτερη δυνατή ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο του. Δεν τονίζω, όπως ενδεχομένως να φαίνεται, την ανθρώπινη σε βάρος της θεϊκής του φύσης. Κάθε άλλο. Αναδεικνύω τη δεύτερη περιγράφοντας με τη δέουσα ευαισθησία την πρώτη. Γιατί ο θεός πάσχει όταν ο άνθρωπος παραγνωρίζει τα χαρακτηριστικά που τον κάνουν να ξεχωρίζει. Οι Αρχαίοι Έλληνες περιέγραφαν με περίσσειες λεπτομέρειες τους θεούς τους, και γι’ αυτό, παρόλο που τα χαρακτηριστικά αυτά θύμιζαν σε αρκετές περιπτώσεις ελαττώματα των θνητών, η πίστη τους παρέμενε ζωντανή. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να πιστέψει αρκετά οτιδήποτε, αν δεν έχει επαρκή εποπτεία στοιχείων δικαιολογητικών της πίστης του. Και κάτι περισσότερο: τα στοιχεία δεν πρέπει να δικαιολογούν απλώς την πίστη. Πρέπει να την εμπνέουν.
Ένα στοιχείο που δεν εμπνέει στον Χριστιανισμό, όπως εξελίχθηκε, είναι το εξής. Ο Χριστός μέχρι να αναστηθεί, στην ανάμνηση που επιτελούμε των παθών του, είναι αντικείμενο οίκτου, γιατί «πάσχει και θνήσκει αδίκως». Η αδικία αυτή, που επικαλούμαστε για να πιστέψουμε στον Ιησού, αντί να αναδεικνύει το πρόσωπό του, υποβιβάζει τα συναισθήματα που τον αφορούν σε συναισθήματα που κάνουν τον άνθρωπο να βρίσκεται πάνω από τον Θεό του. Αυτός όμως ο Ιησούς, που θυματοποιείται στη συνείδηση των πιστών, δεν είναι αρκετά Θεός. Δεν είναι αρκετά διαφορετικός από εμάς. Κι όμως· στην πραγματικότητα ήταν, και από εμάς και από το πλήθος που τον σταύρωσε, το ίδιο που τον επευφημούσε τότε. «Μη ως Ιουδαίοι εορτάσωμεν…» προτρέπει ένα τροπάριο της Μεγάλης Πέμπτης. Κι αυτό σημαίνει: μην κατεβάζετε τον Θεό στα μέτρα σας, ακόμα κι αν έτσι, μόνο, αισθάνεστε κοντά σ’ εκείνον.
Στην πραγματικότητα, η απόσταση από Εκείνον προκύπτει και αναπτύσσεται για όσους εντάσσονται στη μάζα των ηθικολάγνων, των τυπολατρών και των ευσεβοφανών. Σε κάποιες περιπτώσεις έτσι γαλουχεί η εκκλησιαστική ηγεσία τους πιστούς αιώνες τώρα, γιατί η «επίσημη», όπως λέγεται, Εκκλησία έχει ανάγκη από αρκετό ευσεβισμό για να επιβιώσει. Η ευσεβοφάνεια, όμως, σταύρωσε τον Ιησού, και μαζί το παιδαγωγικό του παράδειγμα. Οι επίλεκτοι μαθητές, εκτός των 12, για τον Κύριο έγιναν, στο πλαίσιο μιας μακραίωνης εκκλησιαστικής ανασφάλειας και περιστολής, αμαρτωλοί για τους ευσεβόφρονες, και το αντίστροφο: αρκετοί επίλεκτοι, μεγαλοσχήμονες συνήθως, για τους ευσεβόφρονες ήταν ανέκαθεν και είναι αμαρτωλοί για τον Κύριο… Αυτά όλα, φυσικά, έχουν νόημα για τις ψυχές που έχουν επίγνωση για «του Τελώνου και του Φαρισαίου το διάφορον…» (Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου, στους Αίνους). Καλό Πάσχα!





Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Φιλοσοφία της κρίσης

Σε συγκυρία όπως η σημερινή, της οικονομικής κρίσης, της αναπόφευκτα κοινωνικοπολιτικής επίσης, πρέπει να διερωτηθούμε το εξής: σε τι συνίσταται η  κρίση; Τι διέρχεται κρίση ακριβώς; Ότι κρίση διέρχεται η οικονομία, δεν είναι ακριβής περιγραφή της κατάστασης. Λιγότερο ακριβής θεώρηση είναι εκείνη, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για κρίση αξιών, ιδανικών, θεσμών κτλ.
Ας αρχίσουμε με την οικονομία. Ποια οικονομία αντιμετωπίζει κρίση; Οι οικονομίες των σύγχρονων δυτικών κρατών που υπερδανείζονται και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή των χρεών τους; Αυτό δεν είναι καινούργιο. Μήπως η κρίση είναι του τραπεζικού τομέα, πάλι στη Δύση; Γιατί; Επειδή περιορίζονται και περικόπτονται τα κερδοσκοπικά δικαιώματα των τραπεζών, σε επενδύσεις ας πούμε που έκαναν σε κρατικά ομόλογα, και χάνουν επίσης οι τράπεζες σε ρευστό, τα δανεικά που έδωσαν, επειδή οι δανειζόμενοι δεν πληρώνουν; Γιατί αυτό είναι κρίση; Επειδή οι τράπεζες δυσκολεύονται να συνεχίσουν να δανείζουν; Γιατί η κρίση δανεισμού είναι κρίση; Επειδή επιχειρηματίες δεν ανανεώνουν τον χρόνο του παθητικού τους, και καταναλωτές δεν μπορούν να καταναλώσουν; Αυτό είναι η κρίση; Η κρίση, όπως λέμε, της πραγματικής οικονομίας; Η αδυναμία, δηλαδή, ρευστοποίησης προϊόντων κάθε είδους, η αδυναμία κατανάλωσης;
Αν αυτή είναι η κρίση, ποιούς αφορά; Αφορά, περισσότερο, ένα είδος κεφαλαιουχικής εξουσίας, η οποία, προσωρινά, αργεί να πολλαπλασιαστεί. Ποιό κεφάλαιο πάσχει, όμως; Το κεφάλαιο, προφανώς, που δεν είναι εξαγώγιμη η παραγωγική του ισχύς, που περιορίζεται στα όρια των εθνικών οικονομιών. Φυσικά επηρεάζονται, στο επίπεδο αυτό, το εθνικό, οι πολίτες που άνεργοι, χαμηλόμισθοι, άμισθοι, αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν βασικές τους ανάγκες: την τροφή και ζωτικές υπηρεσίες, την ενέργεια που χρειάζονται.
Από την άλλη, όμως, μια κραταιά διεθνής κεφαλαιοκρατική ελίτ, με ισχυρό αποθεματικό, οι πολίτες εκείνοι που δεν έχουν πατρίδα, και “επενδύουν” όπου γης, όταν βρουν ευκαιρία, καθορίζει την πολιτική των εθνικών κρατών και τη ζωή των πολιτών τους. Στο τέλος, η ανισορροπία ανάμεσα στην ευημερία των διεθνών κερδοσκόπων και τη δυσπραγία των εθνικών οικονομιών “ρυθμίζεται” ως εξής: κράτη που δεν αποπληρώνουν τα δάνεια που έλαβαν, πληρώνουν με την απώλεια της κυριαρχίας πάνω στον εθνικό τους πλούτο. Όσες εγχώριες, εθνικές επιχειρήσεις απομένουν ζωντανές, τα καταφέρνουν μειώνοντας το κόστος παραγωγής / επιβίωσής τους, απολύοντας εργαζομένους ή μειώνοντας τις απολαβές τους. Και όσοι εργαζόμενοι ή μη παραμένουν επίσης ζωντανοί, επιβιώνουν με λίγους ή καθόλου πόρους, εξυπηρετώντας ελλιπώς ή καταπνίγοντας τις ανάγκες τους.
Στο αποκορύφωμα κρίσεων όπως η σημερινή, δηλαδή, οι διεθνείς κεφαλαιοκράτες, οι κερδοσκόποι ισχυρών κρατών, όπως η Γερμανία, φαινομενικά μόνο πάσχουν, και μόνο από την ανάσχεση της διάθεσης εξαγώγιμου προϊόντος, εξαιτίας των κρίσεων που προκαλούν στις απροστάτευτες ενοποιημένες εθνικές οικονομίες. Μακροπρόθεσμα βγαίνουν περισσότερο κερδισμένοι, αφού σκοπός τους, που επιτυγχάνουν, είναι να κατάσχουν, όπως αν κέρδιζαν έναν πόλεμο, πλουτοπαραγωγικές και ενεργειακές πηγές απαραίτητες στα εθνικά κράτη. Τα τελευταία εξαγοράζουν την παρουσία τους στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι με την παραχώρηση ζωτικών εθνικών αγαθών, όπως η ενέργεια, το νερό, οι επικοινωνίες και οι συγκοινωνίες, από τα οποία οι οικονομικοί εισβολείς πάντα θα κερδίζουν.
Πού έγκειται η κρίση, λοιπόν; Η κρίση, κατά τη γνώμη μου, δεν λαμβάνει χώρα τώρα. Συμβαίνει το ίδιο που συμβαίνει και στη ζωή ενός ανθρώπου. Μιλάμε για κρίση της εφηβείας, της μέσης ηλικίας, για κρίσεις της τρίτης ηλικίας. Οι περίοδοι αυτές είναι κρίσιμες επειδή ακολουθούν τις πραγματικές περιόδους κρίσης, οι οποίες, ωστόσο, είναι περίοδοι αμεριμνησίας. Η εφηβεία ακολουθεί την παιδική ηλικία, στην οποία άλλοι φροντίζουν για εμάς, ενώ στην εφηβική ηλικία, για πρώτη φορά, πρέπει να σκεφτούμε, για διάφορους λόγους, εμείς για τον εαυτό μας. Το ίδιο ισχύει για τη μέση ηλικία. Είναι περίοδος στην οποία όσα ήταν αυτονόητα στην ηλικία της νεότητας, γίνονται υπό προϋποθέσεις. Όσο για την τρίτη ηλικία, η ίδια η ζωή παύει να είναι αυτονόητη, και τους όρους τους θέτει στη ζωή ο θάνατος, και με αυτό, απλώς, πρέπει να συμβιβαστούμε. Αλλά ποιός συμβιβάζεται με το μη αυτονόητο, πια, της ίδιας της ζωής;
Θέλω να πω το εξής. Το πρόβλημα δεν το έχουν οι λεγόμενες περίοδοι κρίσης, ή δεν το έχουμε σε περιόδους υποτιθέμενων κρίσεων. Το πρόβλημα το έχουμε όταν, στην κρίσιμη περίοδο που προηγείται μιας “κρίσης”, δεν σκεφτόμαστε ότι, πάντα, την ευκολία διαδέχεται η δυσκολία, ή ότι τα δύο συνυπάρχουν, απλώς, μέχρι το δύσκολο να κυριαρχήσει του εύκολου. Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα, ας συνεχίσουμε να τη λέμε, “κρίση”, προετοιμαζόταν ή την προετοιμάζαμε. Δεν θα μιλήσω για τα δάνεια που παίρναμε, τα κράτη και οι πολίτες, σκεπτόμενοι πώς θα ξοδέψουμε τα χρήματα αλλά όχι πώς θα τα επιστρέψουμε με τον – ληστρικό – τόκο τους. Ούτε σε άλλα θα αναφερθώ, που δεν χρειάζεται να τα πω εγώ.
Εμένα κάτι άλλο με ενδιαφέρει. Κάτι που κάναμε και συνεχίζουμε να το κάνουμε, για να γίνεται η ζωή μας δυσκολότερη. Προσπαθούσαμε, και ακόμα δυστυχώς, να επιβιώσουμε με δυνάμεις που δεν είναι δικές μας. Αυτή, άλλωστε, είναι η τεράστια επιτυχία, διαχρονικά, της εξουσίας κάθε είδους, οικονομικής κυρίως και πολιτικής. Δεν είναι, μόνο, ότι οι κερδοσκόποι, και οι συνεργαζόμενοι με αυτούς πολιτικοί, ξέρουν να καθιστούν τους πολίτες ανενεργούς, ως άμοιρους καταναλωτές. Είναι ότι πείθουν τους πολίτες, επειδή τους διευκολύνουν να καταναλώνουν άχρηστα, ως επί το πλείστον, προϊόντα, και να καταλαμβάνουν πρόσκαιρες θέσεις και μικρές εξουσίες, ότι εσαεί μπορούν να επιβιώνουν έτσι, με δανεικές γενικά δυνάμεις. Επαναπαυμένοι οι πολίτες, προσκολλώνται σε οικονομικές εξουσίες και πολιτικές φατρίες, και νομίζουν ότι κατοχυρώνουν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους… Διάγουν βίο, γενικά, αμέριμνο, όπως ένας άνθρωπος στην παιδική του ηλικία.
Σε περιόδους κρίσης, όμως, όπως η σημερινή, όπως η περίοδος, ας πούμε, της μέσης ηλικίας, καταλαβαίνουμε ότι δεν αρκεί να νομίζεις ότι έχεις δύναμη. Χρειάζονται, για να ζήσεις, οι όντως προϋποθέσεις της ζωής. Για κάποιον στη μέση ηλικία άνθρωπο, χρειάζεται βιολογική και ψυχική αντοχή, και για όλους που πλήττονται από την οικονομικο-κοινωνική κρίση χρειάζονται ίδιες και όχι δανεικές δυνάμεις.
Όταν χρειάζεται, όμως, παραλείπουμε να κάνουμε αυτό που πρέπει, ως άνθρωποι ας πούμε, γενικά, και ως πολίτες του σήμερα, για να συνεχίσω τον ενδιαφέροντα ελπίζω παραλληλισμό. Ως άνθρωποι, στην ηλικία της ακμής μας, δεν είναι άστοχο να απομυθοποιούμε όσα μας κάνουν να αισθανόμαστε δυνατοί, όσα στη μέση ηλικία, δηλαδή, αν συνεχίσουμε να τα κάνουμε, τα κάνουμε υπό προϋποθέσεις. Ως πολίτες, τώρα, ας πούμε του σήμερα, της οικονομικής κρίσης, οφείλαμε, για να είμαστε έτοιμοι, να έχουμε απομυθοποιήσει, την προηγούμενη περίοδο, τις κάθε είδους εξουσίες που βρίσκαμε μπροστά μας, όταν οι εξουσίες αυτές μας υπόσχονταν βοήθεια, και, έτσι, μας στερούσαν την ευκαιρία να καταλάβουμε πώς πρέπει να ζήσουμε για να επιβιώσουμε. Αυθεντίες κάθε είδους, επίσης, της οικογένειας ας πούμε, της θρησκείας, της πολιτικής, της εκπαίδευσης, των φίλων, των συγγενών, αυτόκλητοι σωτήρες κάθε είδους, έπρεπε να ελέγχονται για την αξιοπιστία τους. Κι όπου, κι όταν θεωρούσαμε ότι μας έκρυβαν το φως, έπρεπε, μεταφορικά και κυριολεκτικά, να τις κάνουμε στην άκρη. Γιατί χάσαμε, αν δεν το κάναμε, χρόνο να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε κάνοντας χρήση του δικού μας νου, και ασκούμενοι στις δικές μας ικανότητες κάθε είδους.
Επειδή, μάλιστα, όπως φαίνεται κι από την κρίση αυτή, όπως εξελίσσεται, οικονομική και πολιτική εξουσία βυσσοδομούν σε βάρος μας, και σε βάρος, όπως εξήγησα πριν, της πατρίδας, και επομένως των παιδιών μας, ο μόνος τρόπος να κερδίσουμε, τουλάχιστον, χρόνο, είναι να πάψουμε να θεωρούμε ότι μπορούμε, καθένας για λογαριασμό του, να εξευμενίσουμε τα “θηρία”, να κάνουμε όνειρα τους εφιάλτες μας, και να διασώσουμε το σαρκίο μας εμείς, έναντι όλων των υπόλοιπων. Γιατί όλοι όταν σκέφτονται έτσι, όπως δηλαδή σκεφτόμασταν την προηγούμενη της κρίσης περίοδο, καθένας μένει μόνος του, πρόσφορο θύμα του “θηρίου”, για να θυμηθούμε την Αποκάλυψη, εικόνες της οποίας ζούμε και θα ζήσουμε στο άμεσο και απώτερο μέλλον μας…
Όσο συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε εγωιστικά, δηλαδή αυτοκτονικά, επιβαρύνουμε την ήδη επιβαρυμένη προοπτική μας. Κάθε αδικία που δεν καταγγέλλουμε σε βάρος μας, διπλασιάζεται σε βάρος των παιδιών μας. Φυσικά, για να έχεις την πολυτέλεια να παλεύεις για το δίκαιο, πρέπει να μην αδικείς ο ίδιος. Και η μεγαλύτερη αδικία, ανέκαθεν, που μπορούσε και μπορεί ο άνθρωπος να διαπράξει, είναι να ζει σε βάρος άλλων ή με την προσδοκία ότι θα επιβιώσει ο ίδιος και όχι οι άλλοι. Την “πολυτέλεια” να το κάνουν αυτό, την έχουν, όσο την έχουν, εκείνοι που έχουν αρκετή εξουσία ώστε να κερδίζουν χρόνο, για να αργήσει η Δίκη να τους βρει. Τους υπόλοιπους τους ανακαλύπτει γρήγορα, όπως τη γενιά μας τώρα, που πληρώνει την πραγματική κρίση που προηγήθηκε, την κρίση της σιωπής μπροστά στη διαφθορά και την κατάχρηση εξουσίας, την κρίση της ονειροπόλησης για μια επιβίωση στηριγμένη στην ανισότητα και την αδικία…
Υπάρχουν δύο τρόποι να βλέπει κανείς τα πράγματα. Ο ένας είναι να τα βλέπει, και ο άλλος να μην τα βλέπει… Η γκρίζα δική μου οπτική, η φιλοσοφική, είναι ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα. Ένας άλλος τρόπος, είναι να βλέπεις με ματογυάλια δανεικά, των δημοσιογράφων που ανακυκλώνουν τον εαυτό τους με αφορμή την επικαιρότητα, και των πολιτικών που διαιωνίζουν τον δικό τους εαυτό με τη βοήθεια των δημοσιογράφων… Όταν, όμως, τα γυαλιά είναι ξένα, βλέπουμε παραμορφωμένα τα πράγματα. Για τον καθένα ένα είδωλο είναι το σωστό: εκείνο που σχηματίζεται στα δικά του μάτια. Της Φιλοσοφίας ο λόγος κατασκευάζει είδωλα που χωρούν καλά στο οπτικό πεδίο περισσοτέρων, γιατί ο φιλόσοφος σκέφτεται μόνος, πρώτα, για να επικοινωνήσει μετά με άλλους, και, κυρίως, δεν "αφήνει" άλλους να σκέφτονται γι' αυτόν…

 
                Γκαλερί “Διαχρονική”, Λευκωσία, 04 Μαρτίου 2013







Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Εθνικές μνήμες


Μνήμες 1821, μνήμες 1995-59, μνήμες που υποχρεώνουν, που σταυρώνουν τη συνείδηση κάθε Έλληνα, που σκέφτεται και τιμά τους προ-υπάρξαντες συνέλληνες, που κοίταξαν κατάματα τον φόβο, και είπαν "όχι". Τούτη η περιφρόνηση του πιο μαρτυρικού από τα συναισθήματα, του φόβου, είναι που έδωσε ταυτότητα στον Έλληνα, στο πέρασμα της ιστορίας του χιλιάδων χρόνων. Και γίνεται, τότε, φοβερός ο Έλληνας: γίνεται πολεμιστής. Και η μοίρα του αμείλικτη, για τον ίδιο που σηκώνει το ανάστημα, και λέει «όχι», και για κείνους που το εισπράττουν ως απάντηση, οι επίβουλοι και άδικοι.
Γιατί τέτοιους εχθρούς έχει ο Έλληνας: επίβουλους και άδικους. Κι αν είναι να τονίσουμε τη διαφορά, σε λαούς ανάμεσα και έθνη, εδώ την εντοπίζουμε. Ο Έλληνας τυραννίστηκε και αντέδρασε, και σήκωσε τη σημαία του ψηλά, και πήρε στην Ελλάδα το ’21, και αρκετά πιο πριν, και στην Κύπρο το ’55, και πιο πριν, το σπαθί και το ντουφέκι στο χέρι. Προτού να τρέξει των εχθρών του το αίμα, ωστόσο, είχε δώσει το δικό του ποτάμι. Ταπεινώθηκε, έκλαψε, υπέμεινε, παρακάλεσε, ικέτεψε… Κι όσο ικέτευε, τόσο τον ταπείνωναν και τον ισοπέδωναν. Γενιές ολόκληρες στην Ελλάδα, την Κύπρο, γενιές Ελλήνων καταστράφηκαν, δυστύχησαν, εξανδραποδίστηκαν, βιάστηκαν, μέχρι να βρει τους βιαστές τους το κρίμα τους.
Το λέει σωστά ο Σπύρος Μελάς, στον Γέρο του Μωριά: «Από την εθνικήν ιστορία τίποτα δε θάχουμε νιώσει, αν δεν καθαρίσουμε καλά, ότι τριάντα αιώνων πολιτισμός, κληρονομιά υποσυνείδητη, μα πάντα ζωντανή μέσα στον Έλληνα, ούτε τον κούρασε ούτε τον αρρώστησε τόσο που να χάσει την πολεμική αρετή. Ότι αυτός, ο ναυτικός κι ο έμπορος, ο ήμερος φίλος της ησυχίας, είναι σύγχρονα λαός της φωτιάς, ικανός να δείξει, όταν ιστορικές περιστάσεις το καλούν, στρατιωτικά προτερήματα, όσα ούτε οι πιο φημισμένοι πολεμικοί λαοί.»
Μιλάμε για την επανάσταση του ’21, ακόμα, και πρέπει να γνωρίζουμε, στα σίγουρα, γιατί επαναστάτησαν οι Έλληνες. Τα τεκμήρια τα έχουμε. Κι είναι δύσκολο να επιλέξεις ανάμεσα στο πλήθος των περιγραφών της σκλαβωμένης Ελλάδας. Ο Francois Chateaubriand, που υπηρέτησε ως διπλωμάτης και Πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης, και χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών κατά την περίοδο 1823-1824, περιηγήθηκε στην Ελλάδα. Συγγραφέας δεινός όπως ήταν, αποτύπωσε τη μαρτυρία του, περιγράφοντας την Ελλάδα 15 χρόνια πριν την Επανάσταση: «Ευτυχισμένοι οι περιηγητές που περιορίζουν τα ταξίδια τους στην πολιτισμένη Ευρώπη. Μένουν μακριά κι αγνοούν αυτές τις άλλοτε ένδοξες και φημισμένες χώρες, όπου η καρδιά σου μαραίνεται σε κάθε βήμα, κι όπου, κάθε στιγμή, ζωντανά ερείπια αποσπούν την προσοχή σου από τα πέτρινα και τα μαρμάρινα ερείπια. Μάταια στην Ελλάδα θα θελήσεις ν’ αφεθείς στη γοητεία της φαντασίας. Η πικρή αλήθεια σε κυνηγά αδιάκοπα. Λασποκάλυβα κατάλληλα για ζώα κι’ όχι για ανθρώπους· γυναίκες και παιδιά ρακένδυτα που το βάζουν στα πόδια μόλις ζυγώσει ξένος ή Γιανίτσαρος· ακόμα κι’ οι κατσίκες, τρομάζουν και σκορπάν εδώ κι εκεί στο βουνό· και μονάχα οι σκύλοι μένουν και σε υποδέχουνται με γαυγίσματα. …»
Αυτό ήταν η Ελλάδα για τέσσερις αιώνες, και γι’ αυτό επαναστάτησαν οι Έλληνες. Κι ό,τι επακολούθησε, η άβυσσος των μαχών και ο εμφύλιος σπαραγμός, αιτία τους έχουν το πρώτο αίμα, που έτρεξε με ευθύνη των επίβουλων και άδικων. Οι οιμωγές αλλά και οι ιαχές του αγώνα του '21 ακούστηκαν μέχρι την Κύπρο του 1931 και μετά το 1955.
Αντίλαλος αναπέμπεται τη 18η Οκτώβρη του 1931, στο διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό του επισκόπου Κιτίου Νικοδήμου Μυλωνά: "…Είπον ότι ο δρόμος είναι στενός και τεθλιμμένος και οδηγεί διά των θυσιών προς την σωτηρίαν της απολυτρώσεως. Τέκνα της φυλής που έστησε δίπλα από τους θριάμβους των ηρωισμών τα ολοκαυτώματα του Μεσολογγίου και του Αρκαδίου, ας μη ανακόψωμεν τον δρόμον, όστις μόνος οδηγεί προς τας τραχείας κορυφάς της επιτυχίας της νίκης.
Πενήντα και τρία χρόνια Αγγλικής κατοχής έπεισαν όλους και διεπίστωσαν περιτράνως:
    * Ότι οι δούλοι λαοί δεν ελευθερούνται με τας ικεσίας και παρακλήσεις και τας εκκλήσεις προς τα αισθήματα των τυράννων.
    * Ότι η μόνη σωτηρία μας από πάσης απόψεως είναι η εθνική απολύτρωσις και ότι οι ξένοι είναι εδώ δια να θεραπεύσουν τα γενικά και ειδικά συμφέροντά των με κατάντημα βέβαιον την ηθικήν και υλικήν μας εξαθλίωσιν.»
Το κίνημα εκείνο πνίγηκε, και η κατοχή έδειξε το αδίστακτο πρόσωπό της. Στις 22 του Οκτώβρη η αποικιοκρατική κυβέρνηση της Κύπρου έθεσε σε ισχύ κανονισμούς, που τους ονόμασε "Κανονισμούς περί αμύνης της Κύπρου"(!). Άμυνα εναντίον ποιών άραγε; Εναντίον των Κυπρίων φυσικά. Μεταξύ άλλων, ο κυβερνήτης ανελάμβανε έκτακτες εξουσίες που του έδιναν το δικαίωμα να εξορίζει Κυπρίους, να διορίζει λογοκριτές κλπ. Δινόταν επίσης η εξουσία σε οποιοδήποτε όργανο της τάξεως να συλλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο, ενώ γίνονταν αντικείμενο αυστηρού ελέγχου οι αφίξεις και αναχωρήσεις. Λογοκρισία επιβλήθηκε στις εφημερίδες, στο ταχυδρομείο και στο τηλεγραφείο. Μερικοί πρόσθετοι κανονισμοί απαγόρευαν τη συνάθροιση σε πάνω από 5 άτομα και έδιναν την εξουσία σε οποιοδήποτε κυβερνητικό όργανο να διαλύει συναθροίσεις. Επίσης απαγόρευαν την έκδοση και κυκλοφορία εντύπων χωρίς γραπτή άδεια.
Η Κύπρος πλήρωνε τη μερική της απαλλαγή από την τουρκική κατοχή με μια δυτικής απόχρωσης δικτατορία. Και η δικαιοσύνη του τυράννου, που δεν ανεχόταν να μην τον θέλουν στο κεφάλι τους οι Κύπριοι, ξεδιπλώθηκε σε όλο της το μεγαλείο, όταν άρχισε ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. Δεν θα μιλήσω πολύ εγώ. Θ’ αφήσω κάποιον που ο λόγος είναι δικός του σήμερα.
Στις 8 Μαϊου του 1956, δυο μέρες πριν τον απαγχονισμό του, ο Μιχαλάκης Καραολής έγραφε στον αδελφό του: «Αγαπητέ μου Ανδρέα, είμαι, αγαπητέ μου αδελφέ, πολύ στενοχωρημένος που θα σε λυπήσω με τα νέα μου… Το Εκτελεστικόν Συμβούλιον απεφάσισεν ότι θα εκτελεσθώ. Με πληροφόρησε ψες ο κ. Aϊρονς διά την απόφασιν αυτήν του Εκτελεστικού Συμβουλίου και η εκτέλεσις ωρίσθη διά την Πέμπτην, 10-5-1956. Η απόφασις αυτή επηρεάζει και τον Δημητρίου, είναι δε πολύ βραχεία η διορία που μας αφήνει. Εάν δε ο Παντοκράτωρ Κύριος δεν ματαιώσει τα σχέδιά τους, τότε την ερχομένην Πέμπτην την αυγήν θα ανέλθωμεν εις το φονικόν ικρίωμα διά να υποστούμε το μαρτύριον που από τόσους μήνες δολίως εμελέτησαν άνδρες άδικοι και πονηρότατοι παρά πάσαν την γήν. Ο Θεός όμως, «ο ετάζων νεφρούς και καρδίας», ας αποδώσει «εκάστω κατά την καρδίαν αυτού». … Εν όψει της τροπής αυτής των πραγμάτων εζήτησα να σου επιτραπή να έλθης εις τας φυλακάς να με επισκεφθής και μου το αρνήθησαν. Επίσης αρνήθησαν να επιτρέψουν εις θείους, θείας και πρώτα εξάδελφα να με επισκεφθούν. Εάν θελήση ο Κύριος να εκτελεσθώ και δεν μου επιτρέψουν να σε ιδώ και να σε αποχαιρετήσω και εσέ και τους άλλους στενούς συγγενείς, αυτό θα είναι το συμπλήρωμα της μεγάλης αδικίας που κάμνουν σε μένα και στην οικογένειάν μου η οποία αδικία θα τους είναι εις αιώνιαν καταφρόνησιν, αιώνιον αίσχος και αιώνιον στίγμα εις την ούτω καλουμένην δικαιοσύνην των. Σήμερον το πρωί ήλθαν να με επισκεφθούν η μητέρα μας, η Μαρούλα και η Νίκη. Ήταν ολωσδιόλου ανίδεες διά την απόφασιν αυτήν, αλλά, επειδή τα ενταθέντα μέτρα ασφαλείας τους έφεραν πολλήν πικρίαν, ήρχισαν να μου φωνάζουν συγκινητικά να μην φοβούμαι κ.λ.π. Εγώ δε νομίσας ότι είχαν προηγουμένως ειδοποιηθεί υπό της αστυνομίας διά την απόφασιν αυτήν (διότι υπεσχέθη προηγουμένως ο κ. Aϊρονς να τους ειδοποιήση), όταν ήλθαν κοντά μου, τους εμίλησα καθαρά. Δεν περιγράφεται δε η σκηνή της φρίκης, του πόνου, του σπαραγμού και της απογνώσεως που επηκολούθησε. Τα φτωχά και αδύναμα πλάσματα με γοερές κραυγές εθρήνουν και εκτυπιώντο και, καθώς ήσαν άσπρες σαν το πανί και ελυποθυμούσαν κάθε λίγο, μου επαρουσίαζαν ένα σπαραξικάρδιο θέαμα, που δεν μπόρεσα να κρατήσω την συγκίνηση και τα δάκρυά μου. Θλίβομαι, αγαπητέ μου αδελφούλη, θλίβομαι αφάνταστα όχι διά τον δικό μου τον χαμό, αλλά διά τον αβάστακτο πόνο που θα φορτώση η εκτέλεσίς μου στους ασθενείς και γεροντικούς ώμους των γονέων μου και τους ώμους των αδελφιών και των άλλων μου προσφιλών συγγενών. Θλίβομαι, διότι, ενώ ήλπιζον να γίνω το στήριγμα και ο προστάτης εις τες αγαπημένες μου αδελφές και να ξεκουράσω μια μέρα τους πολύμοχθούς μου προσφιλεστάτους γονείς, έρχεται το άδικον χέρι της ούτω καλουμένης δικαιοσύνης να με αποχωρήση από τα πρόσωπα που εστήριζαν σε μένα τόσες ελπίδες, ακριβώς εις στιγμήν κατά την οποίαν θα εκαρποφορούσαν οι ελπίδες των. … Χαίρε, γλυκέ μου Ανδρέα, και ο Θεός ας είναι πάντοτε μαζί σου.»
Το άδικο, η αδικία, η δικαιοσύνη τους, δεν άφησαν το αδύνατο να γίνει δυνατό, όπως κραύγαζε ο Διγενής, και να ελευθερωθεί ο Καραολής. Ο 23χρονος Μιχάλης, και μαζί του ο Ανδρέας Δημητρίου, πλήρωσαν την απείθειά τους με τη ζωή τους. Εισπράκτορες οι επίβουλοι και άδικοι.
Γιορτάζουμε λοιπόν – και φέτος – τις δύο αδελφές επετείους του Ελληνισμού. Τονίζω το «και φέτος» εμφατικά, όχι μόνο επειδή, χρόνο με τον χρόνο, μακρύνουμε από τα γεγονότα, και οι επέτειοι ξεθωριάζουν, αλλά γιατί, όσο βυθιζόμαστε στα ρήγματα της αδιάφορης εποχής μας, τόσο οι μνήμες δραματικών εποχών μοιάζουν παράταιρες. Πρόσφατα, μάλιστα, προστέθηκε κι άλλη διάσταση: εκείνη της άμβλυνσης των γωνιών που κρύβουν οι πολεμικές μνήμες για χάρη της προόδου σ’ ένα μέλλον καταλλαγής και συνδιαλλαγής με όσους για αιώνες έθεταν βέτο στην ύπαρξη του Ελληνισμού.
Έτσι, για να διασωθούν οι επέτειοι, και μαζί η μνήμη μας, και μαζί η ίδια μας η ύπαρξη, οφείλουμε να δώσουμε στον χρόνο τις διαστάσεις που έχει. Το παρελθόν να το βλέπουμε, πράγματι, ως παρελθόν, το παρόν ως παρόν και το μέλλον ως άγνωστο. Έχουν ένα δίκαιο εκείνοι που λένε ότι το παρελθόν δεν πρέπει να δηλητηριάζει το παρόν και να υποθηκεύει το μέλλον. Αλλά δεν είναι σίγουρο πως αποτιμούν ορθά το παρελθόν... Ούτε πως διαβάζουν σωστά το παρόν. Ούτε ότι προβλέπουν σωστά το μέλλον.
Το παρελθόν των επετείων που γιορτάζουμε σήμερα δεν είναι, σίγουρα, ευχάριστο. Είναι παρελθόν αίματος, δυστυχίας, ακόμα και εμφύλιων σπαραγμών. Γιατί το θυμόμαστε λοιπόν; Δεν είναι οι σελίδες κίτρινες αρκετά για να τις αφήσουμε πίσω, να τις ξεχάσουμε, ακόμα και να τις σκίσουμε, από το βιβλίο της ιστορίας μας; Αυτό είναι το σκεπτικό, λίγο – πολύ, όσων συνταγογραφούν, αυτόκλητοι ιατροί της ιστορικής συνείδησης,  για την "τοξικότητα" της εθνικής μνήμης.  Κάνουν, ωστόσο, ένα λάθος. Κίτρινες σελίδες της ιστορίας δεν σημαίνει άχρηστες σελίδες της ιστορίας. Είναι κεφάλαια βιβλίου, που αν γενιές τα παραλείψουν, και μείνουν αδιάβαστα, τότε θα ακρωτηριαστεί το νόημα των κεφαλαίων που ακολουθούν. Για να μην πω ότι τα ύστερα κεφάλαια δεν θα έχουν νόημα.
Έτσι στη ζωή των εθνών. Έθνη που λησμονούν την ιστορία τους, τη διαδρομή που τους επέτρεψε να επιβιώσουν, σπαράσσονται στο διάβα του χρόνου, έρμαια καινούργιων κάθε φορά προκλήσεων, οι οποίες, όταν δεν θυμίζουν παλαιές και απαντημένες, δυνητικά μπορεί να σημάνουν την υποστολή του φρονήματος, το οποίο, σε άλλες εποχές, οδήγησε σε αγώνες νικηφόρους.
Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, είναι το εξής: χρειάζονται τα έθνη σήμερα; Χρειάζεται δηλαδή η αναφορά στην ιστορικότητα της ύπαρξης ενός λαού; Ή, μήπως, μπορούμε να επιβιώσουμε και δίχως τα έθνη, δίχως δηλαδή την ιστορία; Είναι γεγονός ότι μια τέτοια ιδέα κυκλοφορεί, αλλά πείθει κιόλας. Κάποτε τα εθνοφοβικά ιδεολογήματα υπερισχύουν των εθνοδοτικών. Αν συνυπολογίσουμε, επίσης, τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, σήμερα, την προσφυγική μετανάστευση, που κατακλύζει τον χαρακτήρα των σύγχρονων κρατών της Μεσογείου, η ιδέα της αποκλειστικής συγκατοίκησης στην ίδια πατρίδα με φορείς της αυτής ιστορικής καταγωγής εκ των πραγμάτων ξεθωριάζει, αλλά και "εκθέτει" όσους την υποστηρίζουν, αφού η άρνηση ασύλου στον πάσχοντα συνάνθρωπο, όποιας καταγωγής και αφετηρίας κι αν είναι αυτός, ερμηνεύεται ως βαρβαρότητα.
Επανέρχομαι, ωστόσο. Ποιά ανάγκη θα καθιστούσε τη συντήρηση της ιστορικής μνήμης ζητούμενο; Ίσως όχι η ίδια που οδήγησε τους προγόνους μας να πολεμήσουν και να χάσουν, πολλοί, τη ζωή τους. Όσο, εννοείται, μια τέτοια ανάγκη δεν προκύπτει. Δεν θα μέναμε, επομένως, δέσμιοι του παρελθόντος, από την άποψη αυτή, αφού το παρελθόν θα παρέμενε στις διαστάσεις του. Αυτό που κερδίζουν εκείνοι που θυμούνται ένδοξες και όχι μόνο, αγωνιστικές πάντως μνήμες, είναι ένα αίσθημα στο παρόν: το αίσθημα ότι από κάπου ερχόμαστε. Κι αυτό για χάρη του μέλλοντος. Γιατί όταν έχεις κατά νου ότι από κάπου έρχεσαι, μπορείς, κιόλας, να φανταστείς τον εαυτό σου κάπου να πηγαίνει. Όχι εσύ, η ατομική σου ύπαρξη πρωτογενώς, αλλά εσύ ως σημείο ενός ενιαίου ιστορικού σώματος, το οποίο δεν ασθενεί συρρικνούμενο, αλλά θάλλει αναπτυσσόμενο.
Και μνήμες που τρέφουν ψυχή και σώμα, και μεμονωμένων ανθρώπων, είναι μνήμες αγώνων, μνήμες εμποδίων που αφήσαμε πίσω, μνήμες κόπωσης που υπερβήκαμε, μνήμες αντιπάλων των οποίων κατισχύσαμε και κινδύνων από τους οποίους διαφύγαμε. Έτσι αισθάνεται κανείς καλά με το παρελθόν, και ατενίζει με θάρρος το αδιόρατο μέλλον. Στέρηση τέτοιων αναμνήσεων διογκώνει την ανασφάλεια για το μέλλον. Γιατί η λήθη ενός δύσκολου παρελθόντος δεν κάνει ξέγνοιαστο το μέλλον. Αντίθετα.
Θυμόμαστε, λοιπόν, για να θυμόμαστε. Ό,τι άλλο είναι να απορρεύσει ως ευεργεσία της μνήμης, ακολουθεί. Και κανείς, εν προκειμένω, δεν μπορεί να καταγγείλει αυτή τη μνήμη, κανείς να τη σκιάσει με αιτιάσεις για υπερβάλλοντα εθνικό ζήλο. Γιατί ο ζήλος της εθνικής μνήμης δεν μπορεί να είναι χλιαρός. Όπως δεν είναι χλιαρά τα αξιομνημόνευτα εθνικής σημασίας γεγονότα. Η μνήμη αυτή, επομένως, είτε είναι θερμή είτε δεν είναι μνήμη.
Εδώ, φυσικά, μπορεί κάποιος να φέρει την εξής ένσταση με νόημα. Γιατί η εθνική μας μνήμη να μην είναι ακριβοδίκαιη, στην υπηρεσία της αλήθειας, όπως παραγγέλνει δυο αιώνες τώρα ο Σολωμός. Γιατί να συγκρατεί τις δάφνες μας μόνο, κι όχι τ’ αγκάθια που ματώνουν μνήμη και ψυχή στην ανάσυρσή τους από τη σκοτεινή γωνιά του ερμαριού της εθνικής μας προίκας; Ποιός υποστήριξε, όμως, κάτι τέτοιο; Για να εκτιμήσεις, άλλωστε, και να υποστηρίξεις τους θριάμβους, πρέπει να ξέρεις καλά - και καλύτερα - τις γκρίζες σελίδες της εθνικής ιστορίας. Άλλωστε, εκείνοι που  αξιώνουν μερίδιο στην εθνική καταγωγή και στο μέλλον μιας πατρίδας, όλα τα θυμούνται. Τη στάση αυτή μας δίδαξαν οι ίδιοι οι ήρωες του ’21, με πρώτο και καλύτερο τον Μακρυγιάννη, και τον Κολοκοτρώνη στο κατόπι του.
Οι ήρωες του ’21 δεν θέλουν μνημόσυνα και διθυράμβους. Και σίγουρα δεν πρέπει σήμερα εμείς, και αύριο, οι επόμενοι Έλληνες, να ανεβαίνουμε σκαλιά στην εκτίμηση των συμπατριωτών μας, στους ώμους πατώντας των προγόνων μας, ξεθάβοντας και λιβανίζοντας τα σεπτά τους σκηνώματα. Ο Νικηταράς, η Μαντώ Μαυρογένους, ο Κολοκοτρώνης μας θέλουν έντιμους και προσγειωμένους, και κυρίως όχι ιερόσυλους των αγώνων και των ιερών του Ελληνισμού. Θ’ αφήσω τον Κολοκοτρώνη να μιλήσει εκ μέρους όλων των αγωνιστών του ’21: «Εμάς να μη μας τηράτε πλέον. Το έργον μας και ο καιρός μας επέρασε, και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε τον δρόμον, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέραν της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας… Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπον οπού ημείς ελευθερώσαμε…» (Θ. Κολοκοτρώνης, Λόγος στην Πνύκα, 07 Νοεμβρίου 1838.) Κι από την Κύπρο θα δώσω τον λόγο στον μικρό, τον μέγιστο Ευαγόρα Παλληκαρίδη: «Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.»
Και στην τελευταία του επιστολή: «Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να 'ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τί σήμερα τί αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Έχει δίκιο ο Ευαγόρας: δεν ρωτάμε τους ήρωες «γιατί». Και είναι, αυτή, ελάχιστη ένδειξη σεβασμού στη θυσία τους. Δεν έχουμε δικαίωμα, όμως, να μην ξέρουμε «γιατί»: «γιατί» η επανάσταση του ’21, «γιατί» η επανάσταση του ’55. Ελάχιστο δικό μου καθήκον απόψε, ήταν να σας μιλήσω για τούτο το «γιατί», που χρόνο με τον χρόνο το ξεχνάμε. Η καλοσύνη δική σας όλη, που με ακούσατε…
                                                         (Επετειακή Ομιλία, Λεμεσός, Μάρτιος 2011)
                                                                                            Δρ. Ι.Σ. Χριστοδούλου