Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

"Πάσχω γὰρ ὡς ἄνθρωπος..."


Ποιος άνθρωπος πάσχει, άραγε, στο πρόσωπο του Χριστού; Ο πάσχων άνθρωπος γενικά; Μήπως εκείνοι που υποφέρουν από ασθένειες; Ή άλλοι, που υποφέρουν από πάθη; Ποιος είναι ο πάσχων Ιησούς; Σώζει ως φιλάνθρωπος κάθε πάσχοντα; Τι κοινό πρέπει να έχει μαζί του ο πάσχων, για να τον σώσει ο Ιησούς;
Αυτά είναι ερωτήματα που οφείλουμε να θέτουμε, έστω και ως προβληματισμένοι Χριστιανοί. Εύλογα, βεβαίως, θα σκεφτεί κανείς: πρέπει να προβληματίζονται οι πιστοί; Αν θέλουν να είναι σίγουροι ότι πιστεύουν στη σωστή θρησκεία, ναι. Γιατί ο Ιησούς σώζει τους “εις αυτόν πιστεύοντας”. “…Πάσχω γαρ ως άνθρωπος και σώζω ως φιλάνθρωπος τους εις εμέ πιστεύοντας…”, είναι ολόκληρο το απόσπασμα του παιδαγωγικού ύμνου της Μεγάλης Πέμπτης, που με ενέπνευσε για όσα γράφω πιο κάτω.
Η από άμβωνος παιδαγωγική του Σταυρού χαϊδεύει τα αυτιά μαζικώς θρησκευομένων και θρησκευτικώς μαζοποιημένων Χριστιανών, από άκρη σε άκρη του πλανήτη, μιλώντας τους για έναν μοναχικό πάσχοντα Θεάνθρωπο. Ο άνθρωπος ή θεάνθρωπος εκείνος όντως έπαθε, αλλά από τις μάζες. Άλλαξαν άραγε οι μάζες, από τότε μέχρι σήμερα;  Το Πάσχα τι γιορτάζουμε; Το Πάσχα του Κυρίου ή το Πάσχα των μαζών; Οι μάζες δεν πρέπει να έχουν Πάσχα, πρέπει να πω, αφού δεν πάσχουν όπως Εκείνος. Γι’ αυτό και παραμένουν μάζες, φυσικά, επειδή δεν πάσχουν όπως Εκείνος. Δεν έχω τυχαία την ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια, που είναι αίσθηση, επίσης, κάθε ανώριμου πιστού. «Κοίτα τι πάσχει ο Χριστός, για να σώσει τους πιστούς από τις αμαρτίες τους.» Με μια διαφορά. Ο Χριστός δεν ήθελε να σταυρωθεί, να σφαγιαστεί, να θυσιαστεί. Οι άνθρωποι θέλησαν τον θάνατο, τον μαρτυρικό, του Χριστού. Πουθενά ο Χριστός δεν εμφανίζεται να θέλει να πεθάνει.
Τι γιορτάζουμε επομένως; Μήπως τη θυσία του Χριστού, μήπως τη θυσία του Θεού, που μας θύμιζε τις αμαρτίες μας; Μήπως δολοφονώντας τον ησυχάζει η συνείδησή μας, όπως των πρωτόγονων με τις ανθρωποθυσίες; Η ανωριμότητα, φυσικά, δεν σταματάει εδώ. Θέλουμε να πιστεύουμε πως αναστήθηκε, για να περιορίζουμε τις όποιες τύψεις μας, αλλά, ακόμα πιο εξωφρενικά, για να ελπίζουμε κι εμείς ότι δεν θα πεθάνουμε ή ότι θα πεθάνουμε και θα αναστηθούμε.
Βέβαια, δεν είναι έτσι ακριβώς. Εμείς τελούμε την ανάμνηση της συγκεκριμένης ανθρωποθυσίας, όπως συντελέστηκε αιώνες πριν, από μάζες που σκότωσαν έναν «αθώο». Εμείς οικειοποιούμαστε τον «αθώο», όχι την πράξη της σταύρωσής του, ούτε την πράξη της προδοσίας των μαθητών του, όλων, και όχι μόνο του Ιούδα, οι οποίοι διεσκορπίσθησαν ωσεί πρόβατα. Εμείς δεν βασανίζουμε αθώους. Σίγουρα; Είμαστε σίγουροι γι’ αυτό; Ότι στην καθημερινότητά μας δεν βασανίζονται αθώοι από καλούς – τυπικά – Χριστιανούς;
Ώρα, λοιπόν, να δούμε ποιος αθώος κατακρεουργήθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, και διαχρονικά, από τότε μέχρι σήμερα, από τον άνθρωπο της μάζας, από την προελαύνουσα αγέλη των ανθρώπων, οι μέτοχοι στην οποία έχουν μόνο συλλογική ευθύνη, δηλαδή καμία ευθύνη.  Ποιος ήταν ο Χριστός; Ήταν ένας που αγαπούσε τους ανθρώπους με τον δικό του τρόπο, που είναι, φυσικά, και δικός μας! Δηλαδή; Επέλεγε ποιους αγαπά και ποιους όχι. Ήταν ένας γοητευτικός άνθρωπος, είχε πρωτότυπες ιδέες, μιλούσε ωραία, πίσω του έτρεχαν σαγηνεμένα τα πλήθη, κι εκείνος απευθυνόταν σε όλους, αλλά είχε προτιμήσεις, όταν επρόκειτο να επιλέξει μαθητές, να κάνει θαύματα, να υπερασπιστεί ορισμένους και ορισμένες, να κάνει φίλους κτλ.
Ό, τι κάνει καθένας, δηλαδή, χωρίς φυσικά όλοι που το κάνουν να κινδυνεύουν. Κινδυνεύουν μόνο οι γοητευτικοί άνθρωποι, οι ιδιαίτεροι, οι χαρισματικοί ίσως, και, ακόμη περισσότερο, εκείνοι που ξεχωρίζουν και το τονίζουν, και θέλουν δηλαδή να ξεχωρίζουν. Μιλάμε έτσι για τον Χριστό, βέβαια, για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε τον Σταυρό όχι υπό το πρίσμα της παιδαγωγικής του άμβωνος αλλά υπό το πρίσμα της οπτικής των σταυρωτών του Χριστού: της άρχουσας πολιτικής τάξης των Εβραίων, του λαού, των αρχιερέων και όσων άλλων. Έτσι εξηγείται το μένος τους: δεν τράβηξαν την προσοχή του γοητευτικού Ιησού, δεν ήταν αρκετά γοητευτικοί γι' αυτόν, δεν αξιώθηκαν του σεβασμού του. Και τον μίσησαν, και τον σταύρωσαν…
            Υπάρχουν ακόμα τρεις κατηγορίες ανθρώπων, που θα μας απασχολήσουν απόψε. Εκείνοι που τον αγάπησαν, όπως ο Ιωσήφ ο από Αριμαθείας και η Μαρία η Μαγδαληνή, εκείνοι που προτίμησε να προβάλει ο Ιησούς, οι μαθητές του, και ένας ακόμα, ο Πόντιος Πιλάτος.
          Στο πρόσωπο των δύο ανθρώπων που αγάπησαν τον Ιησού, και τον υποστήριξαν μέχρι το τέλος, και μετά από το τέλος, τι βλέπουμε; Βλέπουμε, στο πρόσωπο του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, του κατά Ιωάννη κρυφού μαθητή του Χριστού, ένα σεβαστό μέλος της κοινότητας, έναν πλούσιο άνθρωπο και μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου. Είχε, δηλαδή, οικονομική και πολιτική εξουσία. Ο συνδυασμός αυτός του επέτρεπε να εκδηλώσει την υποστήριξή του στον Ιησού, χωρίς να φοβάται τις συνέπειες της ταύτισης μαζί του. Η Μαρία η Μαγδαληνή, από την άλλη πλευρά, ήταν η γυναίκα μαθήτρια του Ιησού. Μία, δηλαδή, από τις μαθήτριές του, η καλύτερη! Η σχέση της με τον δάσκαλο ήταν σχέση ζωής γι’ αυτή. Τα συναισθήματα της, μιας απόλυτης υπαρξιακής αναφοράς στον Ιησού, θωράκιζαν την ψυχή της, και η αφοσίωσή της ήταν για εκείνη πλήρωση βίου.
     Ο Χριστός, επίσης, χωρίς να λογαριάζει την έκπληξη που προκαλούσε στις συνειδήσεις του πλήθους και των αρχιερέων, έδειχνε τη συμπάθεια και την προτίμησή του σε ανθρώπους που δεν θα περίμενε κανείς να υποστηρίζει: στον τελώνη, στη μοιχαλίδα και σε άλλους. Γιατί έκανε αυτή τη "διάκριση" σε βάρος των ηθικολάγνων πιστών; Εξαιτίας της ηθικολαγνείας τους, φυσικά, η οποία απέπνεε τη μαζικοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης, που συνωστίζεται κάτω από τα στέγανα της τρέχουσας ηθικής, η οποία δεν σημαίνει τίποτε στην πραγματικότητα ως ηθική γι’ αυτούς, αλλά αποτελεί παράγοντα ταυτοποίησης, που τόσο την έχουν ανάγκη.​
        Τη δική του ταυτότητα ο Ιησούς, από την άλλη, την έβρισκε στη συνείδησή του. Την εμπλούτιζε με την προτίμηση που έδειχνε σε όσους περιφρονούσε το πλήθος, σαν να βαφτιζόταν και ο ίδιος, ταυτόχρονα, στο νερό που βάφτιζε τους απορριμμένους και απορημένους για την εύνοια που τους έδειχνε ο καινούργιος προφήτης, ο ποθούμενος από πολλούς αλλά διαθέσιμος για λίγους Ιησούς.
        Διαρκώς διαθέσιμος ήταν για τους μαθητές του, που, και αυτούς, τους ανέσυρε από την αφάνεια της κοινότυπης και τυχαίας ζωής τους. Έκανε τον βίο τους σημαντικό συνδέοντάς τον με τον δικό του. Φυσικά, δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον να σκεφτούμε, και στην περίπτωση των μαθητών, τι ήταν εκείνο που τους έκανε να αφήσουν πίσω τον τόπο και τους δικούς τους ανθρώπους, και να τον ακολουθήσουν. Το ίδιο στοιχείο ήταν, που διαπιστώσαμε νωρίτερα: η γοητεία του Χριστού. Γιατί, φυσικά, αν εξαιρέσουμε τους μαθητές που πήγαν στον Χριστό συστημένοι από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, οι υπόλοιποι τον πλησίασαν συνεπαρμένοι όχι μόνο από τη διδασκαλία του αλλά από τον τρόπο με τον οποίο δίδασκε όσα δίδασκε. Και είναι αυτό, επίσης, ένα καλό μάθημα για τους δασκάλους διαχρονικά, το μάθημα που έδωσε ο Ιησούς με το δικό του παράδειγμα. Για τον δάσκαλο ένα κριτήριο αξίας υπάρχει: η αφοσίωση των μαθητών του.
            Πού πήγε, όμως, η αφοσίωση αυτή τις κρίσιμες ώρες, όταν «εις εξ εκείνων» τον παρέδωσε; Γιατί οι μαθητές του «μίαν ώραν ουκ ίσχυσαν αγρυπνήσαι μετ’ εκείνου;». Όχι, φυσικά, γιατί έπαψαν να τον αγαπούν. Έβλεπαν, όμως, την απειλή του θανάτου να πλησιάζει. Και μπροστά σ’ εκείνον, τον θάνατο, τα συναισθήματα παγώνουν, οι καρδιές μετεωρίζονται, κατακρημνίζονται σε «οδούς απωλείας», σε γκρεμούς ολιγοπιστίας. Από αυτό το βάραθρο, της καταρρακωμένης πίστης τους, δεν είναι τυχαίο ότι η παράδοση θέλει να τους βγάζει μια γυναίκα. Γιατί, για τη Μαρία τη Μαγδαληνή, η αίγλη του δασκάλου δεν χάθηκε, δεν έσβησαν η μορφή του, τα λόγια του από τη συνείδησή της, δεν ξεθώριασε η λάμψη του. Στην ψυχή της ο Ιησούς δεν πέθανε, ή αναστήθηκε αμέσως μόλις πέθανε!
         Τελευταίος στη σειρά αυτής της ανάλυσης, που αφορά στο θεανθρώπινο πάθος, έρχεται ο Πόντιος Πιλάτος, ο άνθρωπος που έφερε ως άχθος ψυχικό τη διευθέτηση του ζητήματος του Ιησού, όχι γιατί έπρεπε να τον στείλει στον θάνατο αλλά επειδή είχε να διαλέξει ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Βαραβά. Αν πιστέψουμε ότι ήθελε να σωθεί ο Ιησούς, τότε το αισθητήριό του συγκρούστηκε με το αισθητήριο του πλήθους, το οποίο προέκρινε τη διάσωση του Βαραβά. Φυσικά, εδώ η ιστορία προκαλεί τουλάχιστον την απορία μου. Πώς ήταν δυνατό ο Ρωμαίος διοικητής να αφήσει τελικά ελεύθερο έναν αιμοσταγή εχθρό της αυτοκρατορίας;
            Το σίγουρο για τη χριστιανική μας συνείδηση είναι ότι ο Χριστός σταυρώθηκε. «Έπαθεν ως άνθρωπος…» Αυτή την ανθρωπιά του προσπάθησα να προσδιορίσω απόψε, με τη μεγαλύτερη δυνατή ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο του. Δεν τονίζω, όπως ενδεχομένως να φαίνεται, την ανθρώπινη σε βάρος της θεϊκής του φύσης. Κάθε άλλο. Αναδεικνύω τη δεύτερη περιγράφοντας με τη δέουσα ευαισθησία την πρώτη. Γιατί ο θεός πάσχει όταν ο άνθρωπος παραγνωρίζει τα χαρακτηριστικά που τον κάνουν να ξεχωρίζει. Οι Αρχαίοι Έλληνες περιέγραφαν με περίσσειες λεπτομέρειες τους θεούς τους, και γι’ αυτό, παρόλο που τα χαρακτηριστικά αυτά θύμιζαν σε αρκετές περιπτώσεις ελαττώματα των θνητών, η πίστη τους παρέμενε ζωντανή. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να πιστέψει αρκετά οτιδήποτε, αν δεν έχει επαρκή εποπτεία στοιχείων δικαιολογητικών της πίστης του. Και κάτι περισσότερο: τα στοιχεία δεν πρέπει να δικαιολογούν απλώς την πίστη. Πρέπει να την εμπνέουν.
Ένα στοιχείο που δεν εμπνέει στον Χριστιανισμό, όπως εξελίχθηκε, είναι το εξής. Ο Χριστός μέχρι να αναστηθεί, στην ανάμνηση που επιτελούμε των παθών του, είναι αντικείμενο οίκτου, γιατί «πάσχει και θνήσκει αδίκως». Η αδικία αυτή, που επικαλούμαστε για να πιστέψουμε στον Ιησού, αντί να αναδεικνύει το πρόσωπό του, υποβιβάζει τα συναισθήματα που τον αφορούν σε συναισθήματα που κάνουν τον άνθρωπο να βρίσκεται πάνω από τον Θεό του. Αυτός όμως ο Ιησούς, που θυματοποιείται στη συνείδηση των πιστών, δεν είναι αρκετά Θεός. Δεν είναι αρκετά διαφορετικός από εμάς. Κι όμως· στην πραγματικότητα ήταν, και από εμάς και από το πλήθος που τον σταύρωσε, το ίδιο που τον επευφημούσε τότε. «Μη ως Ιουδαίοι εορτάσωμεν…» προτρέπει ένα τροπάριο της Μεγάλης Πέμπτης. Κι αυτό σημαίνει: μην κατεβάζετε τον Θεό στα μέτρα σας, ακόμα κι αν έτσι, μόνο, αισθάνεστε κοντά σ’ εκείνον.
Στην πραγματικότητα, η απόσταση από Εκείνον προκύπτει και αναπτύσσεται για όσους εντάσσονται στη μάζα των ηθικολάγνων, των τυπολατρών και των ευσεβοφανών. Σε κάποιες περιπτώσεις έτσι γαλουχεί η εκκλησιαστική ηγεσία τους πιστούς αιώνες τώρα, γιατί η «επίσημη», όπως λέγεται, Εκκλησία έχει ανάγκη από αρκετό ευσεβισμό για να επιβιώσει. Η ευσεβοφάνεια, όμως, σταύρωσε τον Ιησού, και μαζί το παιδαγωγικό του παράδειγμα. Οι επίλεκτοι μαθητές, εκτός των 12, για τον Κύριο έγιναν, στο πλαίσιο μιας μακραίωνης εκκλησιαστικής ανασφάλειας και περιστολής, αμαρτωλοί για τους ευσεβόφρονες, και το αντίστροφο: αρκετοί επίλεκτοι, μεγαλοσχήμονες συνήθως, για τους ευσεβόφρονες ήταν ανέκαθεν και είναι αμαρτωλοί για τον Κύριο… Αυτά όλα, φυσικά, έχουν νόημα για τις ψυχές που έχουν επίγνωση για «του Τελώνου και του Φαρισαίου το διάφορον…» (Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου, στους Αίνους). Καλό Πάσχα!





Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Φιλοσοφία της κρίσης

Σε συγκυρία όπως η σημερινή, της οικονομικής κρίσης, της αναπόφευκτα κοινωνικοπολιτικής επίσης, πρέπει να διερωτηθούμε το εξής: σε τι συνίσταται η  κρίση; Τι διέρχεται κρίση ακριβώς; Ότι κρίση διέρχεται η οικονομία, δεν είναι ακριβής περιγραφή της κατάστασης. Λιγότερο ακριβής θεώρηση είναι εκείνη, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για κρίση αξιών, ιδανικών, θεσμών κτλ.
Ας αρχίσουμε με την οικονομία. Ποια οικονομία αντιμετωπίζει κρίση; Οι οικονομίες των σύγχρονων δυτικών κρατών που υπερδανείζονται και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή των χρεών τους; Αυτό δεν είναι καινούργιο. Μήπως η κρίση είναι του τραπεζικού τομέα, πάλι στη Δύση; Γιατί; Επειδή περιορίζονται και περικόπτονται τα κερδοσκοπικά δικαιώματα των τραπεζών, σε επενδύσεις ας πούμε που έκαναν σε κρατικά ομόλογα, και χάνουν επίσης οι τράπεζες σε ρευστό, τα δανεικά που έδωσαν, επειδή οι δανειζόμενοι δεν πληρώνουν; Γιατί αυτό είναι κρίση; Επειδή οι τράπεζες δυσκολεύονται να συνεχίσουν να δανείζουν; Γιατί η κρίση δανεισμού είναι κρίση; Επειδή επιχειρηματίες δεν ανανεώνουν τον χρόνο του παθητικού τους, και καταναλωτές δεν μπορούν να καταναλώσουν; Αυτό είναι η κρίση; Η κρίση, όπως λέμε, της πραγματικής οικονομίας; Η αδυναμία, δηλαδή, ρευστοποίησης προϊόντων κάθε είδους, η αδυναμία κατανάλωσης;
Αν αυτή είναι η κρίση, ποιούς αφορά; Αφορά, περισσότερο, ένα είδος κεφαλαιουχικής εξουσίας, η οποία, προσωρινά, αργεί να πολλαπλασιαστεί. Ποιό κεφάλαιο πάσχει, όμως; Το κεφάλαιο, προφανώς, που δεν είναι εξαγώγιμη η παραγωγική του ισχύς, που περιορίζεται στα όρια των εθνικών οικονομιών. Φυσικά επηρεάζονται, στο επίπεδο αυτό, το εθνικό, οι πολίτες που άνεργοι, χαμηλόμισθοι, άμισθοι, αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν βασικές τους ανάγκες: την τροφή και ζωτικές υπηρεσίες, την ενέργεια που χρειάζονται.
Από την άλλη, όμως, μια κραταιά διεθνής κεφαλαιοκρατική ελίτ, με ισχυρό αποθεματικό, οι πολίτες εκείνοι που δεν έχουν πατρίδα, και “επενδύουν” όπου γης, όταν βρουν ευκαιρία, καθορίζει την πολιτική των εθνικών κρατών και τη ζωή των πολιτών τους. Στο τέλος, η ανισορροπία ανάμεσα στην ευημερία των διεθνών κερδοσκόπων και τη δυσπραγία των εθνικών οικονομιών “ρυθμίζεται” ως εξής: κράτη που δεν αποπληρώνουν τα δάνεια που έλαβαν, πληρώνουν με την απώλεια της κυριαρχίας πάνω στον εθνικό τους πλούτο. Όσες εγχώριες, εθνικές επιχειρήσεις απομένουν ζωντανές, τα καταφέρνουν μειώνοντας το κόστος παραγωγής / επιβίωσής τους, απολύοντας εργαζομένους ή μειώνοντας τις απολαβές τους. Και όσοι εργαζόμενοι ή μη παραμένουν επίσης ζωντανοί, επιβιώνουν με λίγους ή καθόλου πόρους, εξυπηρετώντας ελλιπώς ή καταπνίγοντας τις ανάγκες τους.
Στο αποκορύφωμα κρίσεων όπως η σημερινή, δηλαδή, οι διεθνείς κεφαλαιοκράτες, οι κερδοσκόποι ισχυρών κρατών, όπως η Γερμανία, φαινομενικά μόνο πάσχουν, και μόνο από την ανάσχεση της διάθεσης εξαγώγιμου προϊόντος, εξαιτίας των κρίσεων που προκαλούν στις απροστάτευτες ενοποιημένες εθνικές οικονομίες. Μακροπρόθεσμα βγαίνουν περισσότερο κερδισμένοι, αφού σκοπός τους, που επιτυγχάνουν, είναι να κατάσχουν, όπως αν κέρδιζαν έναν πόλεμο, πλουτοπαραγωγικές και ενεργειακές πηγές απαραίτητες στα εθνικά κράτη. Τα τελευταία εξαγοράζουν την παρουσία τους στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι με την παραχώρηση ζωτικών εθνικών αγαθών, όπως η ενέργεια, το νερό, οι επικοινωνίες και οι συγκοινωνίες, από τα οποία οι οικονομικοί εισβολείς πάντα θα κερδίζουν.
Πού έγκειται η κρίση, λοιπόν; Η κρίση, κατά τη γνώμη μου, δεν λαμβάνει χώρα τώρα. Συμβαίνει το ίδιο που συμβαίνει και στη ζωή ενός ανθρώπου. Μιλάμε για κρίση της εφηβείας, της μέσης ηλικίας, για κρίσεις της τρίτης ηλικίας. Οι περίοδοι αυτές είναι κρίσιμες επειδή ακολουθούν τις πραγματικές περιόδους κρίσης, οι οποίες, ωστόσο, είναι περίοδοι αμεριμνησίας. Η εφηβεία ακολουθεί την παιδική ηλικία, στην οποία άλλοι φροντίζουν για εμάς, ενώ στην εφηβική ηλικία, για πρώτη φορά, πρέπει να σκεφτούμε, για διάφορους λόγους, εμείς για τον εαυτό μας. Το ίδιο ισχύει για τη μέση ηλικία. Είναι περίοδος στην οποία όσα ήταν αυτονόητα στην ηλικία της νεότητας, γίνονται υπό προϋποθέσεις. Όσο για την τρίτη ηλικία, η ίδια η ζωή παύει να είναι αυτονόητη, και τους όρους τους θέτει στη ζωή ο θάνατος, και με αυτό, απλώς, πρέπει να συμβιβαστούμε. Αλλά ποιός συμβιβάζεται με το μη αυτονόητο, πια, της ίδιας της ζωής;
Θέλω να πω το εξής. Το πρόβλημα δεν το έχουν οι λεγόμενες περίοδοι κρίσης, ή δεν το έχουμε σε περιόδους υποτιθέμενων κρίσεων. Το πρόβλημα το έχουμε όταν, στην κρίσιμη περίοδο που προηγείται μιας “κρίσης”, δεν σκεφτόμαστε ότι, πάντα, την ευκολία διαδέχεται η δυσκολία, ή ότι τα δύο συνυπάρχουν, απλώς, μέχρι το δύσκολο να κυριαρχήσει του εύκολου. Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα, ας συνεχίσουμε να τη λέμε, “κρίση”, προετοιμαζόταν ή την προετοιμάζαμε. Δεν θα μιλήσω για τα δάνεια που παίρναμε, τα κράτη και οι πολίτες, σκεπτόμενοι πώς θα ξοδέψουμε τα χρήματα αλλά όχι πώς θα τα επιστρέψουμε με τον – ληστρικό – τόκο τους. Ούτε σε άλλα θα αναφερθώ, που δεν χρειάζεται να τα πω εγώ.
Εμένα κάτι άλλο με ενδιαφέρει. Κάτι που κάναμε και συνεχίζουμε να το κάνουμε, για να γίνεται η ζωή μας δυσκολότερη. Προσπαθούσαμε, και ακόμα δυστυχώς, να επιβιώσουμε με δυνάμεις που δεν είναι δικές μας. Αυτή, άλλωστε, είναι η τεράστια επιτυχία, διαχρονικά, της εξουσίας κάθε είδους, οικονομικής κυρίως και πολιτικής. Δεν είναι, μόνο, ότι οι κερδοσκόποι, και οι συνεργαζόμενοι με αυτούς πολιτικοί, ξέρουν να καθιστούν τους πολίτες ανενεργούς, ως άμοιρους καταναλωτές. Είναι ότι πείθουν τους πολίτες, επειδή τους διευκολύνουν να καταναλώνουν άχρηστα, ως επί το πλείστον, προϊόντα, και να καταλαμβάνουν πρόσκαιρες θέσεις και μικρές εξουσίες, ότι εσαεί μπορούν να επιβιώνουν έτσι, με δανεικές γενικά δυνάμεις. Επαναπαυμένοι οι πολίτες, προσκολλώνται σε οικονομικές εξουσίες και πολιτικές φατρίες, και νομίζουν ότι κατοχυρώνουν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους… Διάγουν βίο, γενικά, αμέριμνο, όπως ένας άνθρωπος στην παιδική του ηλικία.
Σε περιόδους κρίσης, όμως, όπως η σημερινή, όπως η περίοδος, ας πούμε, της μέσης ηλικίας, καταλαβαίνουμε ότι δεν αρκεί να νομίζεις ότι έχεις δύναμη. Χρειάζονται, για να ζήσεις, οι όντως προϋποθέσεις της ζωής. Για κάποιον στη μέση ηλικία άνθρωπο, χρειάζεται βιολογική και ψυχική αντοχή, και για όλους που πλήττονται από την οικονομικο-κοινωνική κρίση χρειάζονται ίδιες και όχι δανεικές δυνάμεις.
Όταν χρειάζεται, όμως, παραλείπουμε να κάνουμε αυτό που πρέπει, ως άνθρωποι ας πούμε, γενικά, και ως πολίτες του σήμερα, για να συνεχίσω τον ενδιαφέροντα ελπίζω παραλληλισμό. Ως άνθρωποι, στην ηλικία της ακμής μας, δεν είναι άστοχο να απομυθοποιούμε όσα μας κάνουν να αισθανόμαστε δυνατοί, όσα στη μέση ηλικία, δηλαδή, αν συνεχίσουμε να τα κάνουμε, τα κάνουμε υπό προϋποθέσεις. Ως πολίτες, τώρα, ας πούμε του σήμερα, της οικονομικής κρίσης, οφείλαμε, για να είμαστε έτοιμοι, να έχουμε απομυθοποιήσει, την προηγούμενη περίοδο, τις κάθε είδους εξουσίες που βρίσκαμε μπροστά μας, όταν οι εξουσίες αυτές μας υπόσχονταν βοήθεια, και, έτσι, μας στερούσαν την ευκαιρία να καταλάβουμε πώς πρέπει να ζήσουμε για να επιβιώσουμε. Αυθεντίες κάθε είδους, επίσης, της οικογένειας ας πούμε, της θρησκείας, της πολιτικής, της εκπαίδευσης, των φίλων, των συγγενών, αυτόκλητοι σωτήρες κάθε είδους, έπρεπε να ελέγχονται για την αξιοπιστία τους. Κι όπου, κι όταν θεωρούσαμε ότι μας έκρυβαν το φως, έπρεπε, μεταφορικά και κυριολεκτικά, να τις κάνουμε στην άκρη. Γιατί χάσαμε, αν δεν το κάναμε, χρόνο να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε κάνοντας χρήση του δικού μας νου, και ασκούμενοι στις δικές μας ικανότητες κάθε είδους.
Επειδή, μάλιστα, όπως φαίνεται κι από την κρίση αυτή, όπως εξελίσσεται, οικονομική και πολιτική εξουσία βυσσοδομούν σε βάρος μας, και σε βάρος, όπως εξήγησα πριν, της πατρίδας, και επομένως των παιδιών μας, ο μόνος τρόπος να κερδίσουμε, τουλάχιστον, χρόνο, είναι να πάψουμε να θεωρούμε ότι μπορούμε, καθένας για λογαριασμό του, να εξευμενίσουμε τα “θηρία”, να κάνουμε όνειρα τους εφιάλτες μας, και να διασώσουμε το σαρκίο μας εμείς, έναντι όλων των υπόλοιπων. Γιατί όλοι όταν σκέφτονται έτσι, όπως δηλαδή σκεφτόμασταν την προηγούμενη της κρίσης περίοδο, καθένας μένει μόνος του, πρόσφορο θύμα του “θηρίου”, για να θυμηθούμε την Αποκάλυψη, εικόνες της οποίας ζούμε και θα ζήσουμε στο άμεσο και απώτερο μέλλον μας…
Όσο συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε εγωιστικά, δηλαδή αυτοκτονικά, επιβαρύνουμε την ήδη επιβαρυμένη προοπτική μας. Κάθε αδικία που δεν καταγγέλλουμε σε βάρος μας, διπλασιάζεται σε βάρος των παιδιών μας. Φυσικά, για να έχεις την πολυτέλεια να παλεύεις για το δίκαιο, πρέπει να μην αδικείς ο ίδιος. Και η μεγαλύτερη αδικία, ανέκαθεν, που μπορούσε και μπορεί ο άνθρωπος να διαπράξει, είναι να ζει σε βάρος άλλων ή με την προσδοκία ότι θα επιβιώσει ο ίδιος και όχι οι άλλοι. Την “πολυτέλεια” να το κάνουν αυτό, την έχουν, όσο την έχουν, εκείνοι που έχουν αρκετή εξουσία ώστε να κερδίζουν χρόνο, για να αργήσει η Δίκη να τους βρει. Τους υπόλοιπους τους ανακαλύπτει γρήγορα, όπως τη γενιά μας τώρα, που πληρώνει την πραγματική κρίση που προηγήθηκε, την κρίση της σιωπής μπροστά στη διαφθορά και την κατάχρηση εξουσίας, την κρίση της ονειροπόλησης για μια επιβίωση στηριγμένη στην ανισότητα και την αδικία…
Υπάρχουν δύο τρόποι να βλέπει κανείς τα πράγματα. Ο ένας είναι να τα βλέπει, και ο άλλος να μην τα βλέπει… Η γκρίζα δική μου οπτική, η φιλοσοφική, είναι ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα. Ένας άλλος τρόπος, είναι να βλέπεις με ματογυάλια δανεικά, των δημοσιογράφων που ανακυκλώνουν τον εαυτό τους με αφορμή την επικαιρότητα, και των πολιτικών που διαιωνίζουν τον δικό τους εαυτό με τη βοήθεια των δημοσιογράφων… Όταν, όμως, τα γυαλιά είναι ξένα, βλέπουμε παραμορφωμένα τα πράγματα. Για τον καθένα ένα είδωλο είναι το σωστό: εκείνο που σχηματίζεται στα δικά του μάτια. Της Φιλοσοφίας ο λόγος κατασκευάζει είδωλα που χωρούν καλά στο οπτικό πεδίο περισσοτέρων, γιατί ο φιλόσοφος σκέφτεται μόνος, πρώτα, για να επικοινωνήσει μετά με άλλους, και, κυρίως, δεν "αφήνει" άλλους να σκέφτονται γι' αυτόν…

 
                Γκαλερί “Διαχρονική”, Λευκωσία, 04 Μαρτίου 2013