Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Φιλοσοφία της κρίσης

Σε συγκυρία όπως η σημερινή, της οικονομικής κρίσης, της αναπόφευκτα κοινωνικοπολιτικής επίσης, πρέπει να διερωτηθούμε το εξής: σε τι συνίσταται η  κρίση; Τι διέρχεται κρίση ακριβώς; Ότι κρίση διέρχεται η οικονομία, δεν είναι ακριβής περιγραφή της κατάστασης. Λιγότερο ακριβής θεώρηση είναι εκείνη, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για κρίση αξιών, ιδανικών, θεσμών κτλ.
Ας αρχίσουμε με την οικονομία. Ποια οικονομία αντιμετωπίζει κρίση; Οι οικονομίες των σύγχρονων δυτικών κρατών που υπερδανείζονται και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή των χρεών τους; Αυτό δεν είναι καινούργιο. Μήπως η κρίση είναι του τραπεζικού τομέα, πάλι στη Δύση; Γιατί; Επειδή περιορίζονται και περικόπτονται τα κερδοσκοπικά δικαιώματα των τραπεζών, σε επενδύσεις ας πούμε που έκαναν σε κρατικά ομόλογα, και χάνουν επίσης οι τράπεζες σε ρευστό, τα δανεικά που έδωσαν, επειδή οι δανειζόμενοι δεν πληρώνουν; Γιατί αυτό είναι κρίση; Επειδή οι τράπεζες δυσκολεύονται να συνεχίσουν να δανείζουν; Γιατί η κρίση δανεισμού είναι κρίση; Επειδή επιχειρηματίες δεν ανανεώνουν τον χρόνο του παθητικού τους, και καταναλωτές δεν μπορούν να καταναλώσουν; Αυτό είναι η κρίση; Η κρίση, όπως λέμε, της πραγματικής οικονομίας; Η αδυναμία, δηλαδή, ρευστοποίησης προϊόντων κάθε είδους, η αδυναμία κατανάλωσης;
Αν αυτή είναι η κρίση, ποιούς αφορά; Αφορά, περισσότερο, ένα είδος κεφαλαιουχικής εξουσίας, η οποία, προσωρινά, αργεί να πολλαπλασιαστεί. Ποιό κεφάλαιο πάσχει, όμως; Το κεφάλαιο, προφανώς, που δεν είναι εξαγώγιμη η παραγωγική του ισχύς, που περιορίζεται στα όρια των εθνικών οικονομιών. Φυσικά επηρεάζονται, στο επίπεδο αυτό, το εθνικό, οι πολίτες που άνεργοι, χαμηλόμισθοι, άμισθοι, αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν βασικές τους ανάγκες: την τροφή και ζωτικές υπηρεσίες, την ενέργεια που χρειάζονται.
Από την άλλη, όμως, μια κραταιά διεθνής κεφαλαιοκρατική ελίτ, με ισχυρό αποθεματικό, οι πολίτες εκείνοι που δεν έχουν πατρίδα, και “επενδύουν” όπου γης, όταν βρουν ευκαιρία, καθορίζει την πολιτική των εθνικών κρατών και τη ζωή των πολιτών τους. Στο τέλος, η ανισορροπία ανάμεσα στην ευημερία των διεθνών κερδοσκόπων και τη δυσπραγία των εθνικών οικονομιών “ρυθμίζεται” ως εξής: κράτη που δεν αποπληρώνουν τα δάνεια που έλαβαν, πληρώνουν με την απώλεια της κυριαρχίας πάνω στον εθνικό τους πλούτο. Όσες εγχώριες, εθνικές επιχειρήσεις απομένουν ζωντανές, τα καταφέρνουν μειώνοντας το κόστος παραγωγής / επιβίωσής τους, απολύοντας εργαζομένους ή μειώνοντας τις απολαβές τους. Και όσοι εργαζόμενοι ή μη παραμένουν επίσης ζωντανοί, επιβιώνουν με λίγους ή καθόλου πόρους, εξυπηρετώντας ελλιπώς ή καταπνίγοντας τις ανάγκες τους.
Στο αποκορύφωμα κρίσεων όπως η σημερινή, δηλαδή, οι διεθνείς κεφαλαιοκράτες, οι κερδοσκόποι ισχυρών κρατών, όπως η Γερμανία, φαινομενικά μόνο πάσχουν, και μόνο από την ανάσχεση της διάθεσης εξαγώγιμου προϊόντος, εξαιτίας των κρίσεων που προκαλούν στις απροστάτευτες ενοποιημένες εθνικές οικονομίες. Μακροπρόθεσμα βγαίνουν περισσότερο κερδισμένοι, αφού σκοπός τους, που επιτυγχάνουν, είναι να κατάσχουν, όπως αν κέρδιζαν έναν πόλεμο, πλουτοπαραγωγικές και ενεργειακές πηγές απαραίτητες στα εθνικά κράτη. Τα τελευταία εξαγοράζουν την παρουσία τους στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι με την παραχώρηση ζωτικών εθνικών αγαθών, όπως η ενέργεια, το νερό, οι επικοινωνίες και οι συγκοινωνίες, από τα οποία οι οικονομικοί εισβολείς πάντα θα κερδίζουν.
Πού έγκειται η κρίση, λοιπόν; Η κρίση, κατά τη γνώμη μου, δεν λαμβάνει χώρα τώρα. Συμβαίνει το ίδιο που συμβαίνει και στη ζωή ενός ανθρώπου. Μιλάμε για κρίση της εφηβείας, της μέσης ηλικίας, για κρίσεις της τρίτης ηλικίας. Οι περίοδοι αυτές είναι κρίσιμες επειδή ακολουθούν τις πραγματικές περιόδους κρίσης, οι οποίες, ωστόσο, είναι περίοδοι αμεριμνησίας. Η εφηβεία ακολουθεί την παιδική ηλικία, στην οποία άλλοι φροντίζουν για εμάς, ενώ στην εφηβική ηλικία, για πρώτη φορά, πρέπει να σκεφτούμε, για διάφορους λόγους, εμείς για τον εαυτό μας. Το ίδιο ισχύει για τη μέση ηλικία. Είναι περίοδος στην οποία όσα ήταν αυτονόητα στην ηλικία της νεότητας, γίνονται υπό προϋποθέσεις. Όσο για την τρίτη ηλικία, η ίδια η ζωή παύει να είναι αυτονόητη, και τους όρους τους θέτει στη ζωή ο θάνατος, και με αυτό, απλώς, πρέπει να συμβιβαστούμε. Αλλά ποιός συμβιβάζεται με το μη αυτονόητο, πια, της ίδιας της ζωής;
Θέλω να πω το εξής. Το πρόβλημα δεν το έχουν οι λεγόμενες περίοδοι κρίσης, ή δεν το έχουμε σε περιόδους υποτιθέμενων κρίσεων. Το πρόβλημα το έχουμε όταν, στην κρίσιμη περίοδο που προηγείται μιας “κρίσης”, δεν σκεφτόμαστε ότι, πάντα, την ευκολία διαδέχεται η δυσκολία, ή ότι τα δύο συνυπάρχουν, απλώς, μέχρι το δύσκολο να κυριαρχήσει του εύκολου. Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα, ας συνεχίσουμε να τη λέμε, “κρίση”, προετοιμαζόταν ή την προετοιμάζαμε. Δεν θα μιλήσω για τα δάνεια που παίρναμε, τα κράτη και οι πολίτες, σκεπτόμενοι πώς θα ξοδέψουμε τα χρήματα αλλά όχι πώς θα τα επιστρέψουμε με τον – ληστρικό – τόκο τους. Ούτε σε άλλα θα αναφερθώ, που δεν χρειάζεται να τα πω εγώ.
Εμένα κάτι άλλο με ενδιαφέρει. Κάτι που κάναμε και συνεχίζουμε να το κάνουμε, για να γίνεται η ζωή μας δυσκολότερη. Προσπαθούσαμε, και ακόμα δυστυχώς, να επιβιώσουμε με δυνάμεις που δεν είναι δικές μας. Αυτή, άλλωστε, είναι η τεράστια επιτυχία, διαχρονικά, της εξουσίας κάθε είδους, οικονομικής κυρίως και πολιτικής. Δεν είναι, μόνο, ότι οι κερδοσκόποι, και οι συνεργαζόμενοι με αυτούς πολιτικοί, ξέρουν να καθιστούν τους πολίτες ανενεργούς, ως άμοιρους καταναλωτές. Είναι ότι πείθουν τους πολίτες, επειδή τους διευκολύνουν να καταναλώνουν άχρηστα, ως επί το πλείστον, προϊόντα, και να καταλαμβάνουν πρόσκαιρες θέσεις και μικρές εξουσίες, ότι εσαεί μπορούν να επιβιώνουν έτσι, με δανεικές γενικά δυνάμεις. Επαναπαυμένοι οι πολίτες, προσκολλώνται σε οικονομικές εξουσίες και πολιτικές φατρίες, και νομίζουν ότι κατοχυρώνουν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους… Διάγουν βίο, γενικά, αμέριμνο, όπως ένας άνθρωπος στην παιδική του ηλικία.
Σε περιόδους κρίσης, όμως, όπως η σημερινή, όπως η περίοδος, ας πούμε, της μέσης ηλικίας, καταλαβαίνουμε ότι δεν αρκεί να νομίζεις ότι έχεις δύναμη. Χρειάζονται, για να ζήσεις, οι όντως προϋποθέσεις της ζωής. Για κάποιον στη μέση ηλικία άνθρωπο, χρειάζεται βιολογική και ψυχική αντοχή, και για όλους που πλήττονται από την οικονομικο-κοινωνική κρίση χρειάζονται ίδιες και όχι δανεικές δυνάμεις.
Όταν χρειάζεται, όμως, παραλείπουμε να κάνουμε αυτό που πρέπει, ως άνθρωποι ας πούμε, γενικά, και ως πολίτες του σήμερα, για να συνεχίσω τον ενδιαφέροντα ελπίζω παραλληλισμό. Ως άνθρωποι, στην ηλικία της ακμής μας, δεν είναι άστοχο να απομυθοποιούμε όσα μας κάνουν να αισθανόμαστε δυνατοί, όσα στη μέση ηλικία, δηλαδή, αν συνεχίσουμε να τα κάνουμε, τα κάνουμε υπό προϋποθέσεις. Ως πολίτες, τώρα, ας πούμε του σήμερα, της οικονομικής κρίσης, οφείλαμε, για να είμαστε έτοιμοι, να έχουμε απομυθοποιήσει, την προηγούμενη περίοδο, τις κάθε είδους εξουσίες που βρίσκαμε μπροστά μας, όταν οι εξουσίες αυτές μας υπόσχονταν βοήθεια, και, έτσι, μας στερούσαν την ευκαιρία να καταλάβουμε πώς πρέπει να ζήσουμε για να επιβιώσουμε. Αυθεντίες κάθε είδους, επίσης, της οικογένειας ας πούμε, της θρησκείας, της πολιτικής, της εκπαίδευσης, των φίλων, των συγγενών, αυτόκλητοι σωτήρες κάθε είδους, έπρεπε να ελέγχονται για την αξιοπιστία τους. Κι όπου, κι όταν θεωρούσαμε ότι μας έκρυβαν το φως, έπρεπε, μεταφορικά και κυριολεκτικά, να τις κάνουμε στην άκρη. Γιατί χάσαμε, αν δεν το κάναμε, χρόνο να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε κάνοντας χρήση του δικού μας νου, και ασκούμενοι στις δικές μας ικανότητες κάθε είδους.
Επειδή, μάλιστα, όπως φαίνεται κι από την κρίση αυτή, όπως εξελίσσεται, οικονομική και πολιτική εξουσία βυσσοδομούν σε βάρος μας, και σε βάρος, όπως εξήγησα πριν, της πατρίδας, και επομένως των παιδιών μας, ο μόνος τρόπος να κερδίσουμε, τουλάχιστον, χρόνο, είναι να πάψουμε να θεωρούμε ότι μπορούμε, καθένας για λογαριασμό του, να εξευμενίσουμε τα “θηρία”, να κάνουμε όνειρα τους εφιάλτες μας, και να διασώσουμε το σαρκίο μας εμείς, έναντι όλων των υπόλοιπων. Γιατί όλοι όταν σκέφτονται έτσι, όπως δηλαδή σκεφτόμασταν την προηγούμενη της κρίσης περίοδο, καθένας μένει μόνος του, πρόσφορο θύμα του “θηρίου”, για να θυμηθούμε την Αποκάλυψη, εικόνες της οποίας ζούμε και θα ζήσουμε στο άμεσο και απώτερο μέλλον μας…
Όσο συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε εγωιστικά, δηλαδή αυτοκτονικά, επιβαρύνουμε την ήδη επιβαρυμένη προοπτική μας. Κάθε αδικία που δεν καταγγέλλουμε σε βάρος μας, διπλασιάζεται σε βάρος των παιδιών μας. Φυσικά, για να έχεις την πολυτέλεια να παλεύεις για το δίκαιο, πρέπει να μην αδικείς ο ίδιος. Και η μεγαλύτερη αδικία, ανέκαθεν, που μπορούσε και μπορεί ο άνθρωπος να διαπράξει, είναι να ζει σε βάρος άλλων ή με την προσδοκία ότι θα επιβιώσει ο ίδιος και όχι οι άλλοι. Την “πολυτέλεια” να το κάνουν αυτό, την έχουν, όσο την έχουν, εκείνοι που έχουν αρκετή εξουσία ώστε να κερδίζουν χρόνο, για να αργήσει η Δίκη να τους βρει. Τους υπόλοιπους τους ανακαλύπτει γρήγορα, όπως τη γενιά μας τώρα, που πληρώνει την πραγματική κρίση που προηγήθηκε, την κρίση της σιωπής μπροστά στη διαφθορά και την κατάχρηση εξουσίας, την κρίση της ονειροπόλησης για μια επιβίωση στηριγμένη στην ανισότητα και την αδικία…
Υπάρχουν δύο τρόποι να βλέπει κανείς τα πράγματα. Ο ένας είναι να τα βλέπει, και ο άλλος να μην τα βλέπει… Η γκρίζα δική μου οπτική, η φιλοσοφική, είναι ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα. Ένας άλλος τρόπος, είναι να βλέπεις με ματογυάλια δανεικά, των δημοσιογράφων που ανακυκλώνουν τον εαυτό τους με αφορμή την επικαιρότητα, και των πολιτικών που διαιωνίζουν τον δικό τους εαυτό με τη βοήθεια των δημοσιογράφων… Όταν, όμως, τα γυαλιά είναι ξένα, βλέπουμε παραμορφωμένα τα πράγματα. Για τον καθένα ένα είδωλο είναι το σωστό: εκείνο που σχηματίζεται στα δικά του μάτια. Της Φιλοσοφίας ο λόγος κατασκευάζει είδωλα που χωρούν καλά στο οπτικό πεδίο περισσοτέρων, γιατί ο φιλόσοφος σκέφτεται μόνος, πρώτα, για να επικοινωνήσει μετά με άλλους, και, κυρίως, δεν "αφήνει" άλλους να σκέφτονται γι' αυτόν…

 
                Γκαλερί “Διαχρονική”, Λευκωσία, 04 Μαρτίου 2013







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου